Μεταστροφές από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία - Greek Flowers of Orthodoxy 5

https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com

The Flowers of Orthodoxy

Ορθοδοξία






Μεταστροφές από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία


Greek Flowers of Orthodoxy 5


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ ​


https://greekflowersoforthodoxy1.blogspot.com
 - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy2.blogspot.com - Θεία Εξομολόγηση
https://greekflowersoforthodoxy3.blogspot.com - Μεταστροφές στην Ορθόδοξη Πίστη και ζωή
https://greekflowersoforthodoxy4.blogspot.com - Μεταστροφές στην Ορθόδοξη Πίστη και ζωή
https://greekflowersoforthodoxy5.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy7.blogspot.com - Ιρλανδικές & Βρεταννικές Κελτικές Προσευχές 
https://greekflowersoforthodoxy8.blogspot.com - Ποιήματα haiku & άλλα...
https://greekflowersoforthodoxy9.blogspot.com - Η Ορθοδοξία μέσα από την Αγία Γραφή
https://greekflowersoforthodoxy11.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Ιουδαϊσμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy12.blogspot.com - Η σκοτεινή πλευρά της Νέας Εποχής (Yoga κλπ.)
https://greekflowersoforthodoxy13.blogspot.com - Η σκοτεινή πλευρά της Νέας Εποχής (Yoga κλπ.)
https://greekflowersoforthodoxy14.blogspot.com - Ποιήματα haiku & άλλα...
https://greekflowersoforthodoxy15.blogspot.com - Ποιήματα haiku & άλλα...
https://greekflowersoforthodoxy16.blogspot.com - Ορθόδοξη Ιρλανδία
https://greekflowersoforthodoxy17.blogspot.com - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy18.blogspot.com - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy19.blogspot.com - Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς
https://greekflowersoforthodoxy20.blogspot.com - Μεταστροφές από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy21.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy22.blogspot.com - Μεταστροφές από την ειδωλολατρεία (Ινδουϊσμό, κλπ.) στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy23.blogspot.com - Ποιήματα haiku & άλλα...
https://greekflowersoforthodoxy24.blogspot.com - Συναξαριστής Κελτών Αγίων και Πάντων των Αγίων




<>




<<<


π. Συμεών Γρηγοριάτης από το Περού - Από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, Ορθόδοξος Μοναχός στο Άγιο Όρος


Περουβιανός Συμεών Γρηγοριάτης:

«Μιά μέρα συνάντησα στό Παρίσι σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο ἕναν ὀρθόδοξο μοναχό πού ἐπρόκειτο ν᾽ ἀλλάξη ὁλόκληρη τή ζωή μου. “Ἡ ὀρθοδοξία ἀνακεφαλαιώνεται σ᾽ αὐτά τά λόγια, μοῦ εἶπε. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά γίνη ὁ ἄνθρωπος θεός κατά χάριν καί μετοχήν. Καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπως ὅταν βάλης ἕνα σίδερο στή φωτιά τό σίδερο γίνεται φωτιά διά τῆς συμμετοχῆς στό πῦρ, ἔτσι κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχη τοῦ θείου πυρός γίνεται κι αὐτός καί πῦρ καί φῶς καί θεός κατά χάριν”.

Αὐτός μοῦ εἶπε τότε ὅτι στήν Ἑλλάδα ὑπάρχει μιά χερσόνησος ὅπου οἱ μοναχοί ἐπαναλαμβάνουν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ὥσπου νά γραφῆ στίς καρδιές τους. Τόν ρώτησα τότε ἄν ὑπάρχουν ποιητές στήν ὀρθοδοξία καί μοῦ ἀπάντησε ὅτι ὑπάρχουν πολλοί, κι ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς εἶναι ὁ Ἅγιος Συμεών, ὁ νέος θεολόγος, πού ἔγραψε ὔμνους ἔρωτος γιά τό Θεό.

Ὅμως, ἡ πρώτη μου ἐπαφή μέ τήν ὀρθοδοξία ἔγινε μιάν αὐγή στή Λίμα ὅπου μέ τόν ἀγαπημένο μου ξάδερφο Φερνάντο περπατούσαμε στούς ἄδειους δρόμους μετά ἀπό μιά νύκτα ἀγρυπνίας ὅπου φτιάχναμε ἕνα κολάζ. Αὐτή τήν ὥρα πέφτει μιά δροσούλα στή Λίμα, ἡ γῆ μυρίζει λιγάκι, κι ἐκείνη τήν ὥρα ξεφουρνίζουν τ᾽ ἀρτοπωλεῖα καί μυρίζει ψωμί ἡ ἀτμόσφαιρα. Μιά τέτοια ὥρα περάσαμε ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία κι ὁ Φερνάντο μοῦ πρότεινε νά μποῦμε:

—Εἶναι ὡραῖα ἐκεῖ μέσα: ἔχουν σταφύλια, κρασί, ἄρτους.

Ἐγώ φαντάσθηκα κάτι σάν ἀρχαιοελληνικό συμπόσιο καί φυσικά δέχθηκα (γέλια). Ἦταν ἀνοικτή, ἀλλά ἄδεια —λίγο πρίν ξημερώση. Μ᾽ ἐντυπωσίασε βαθειά ἡ σιγή πού βασίλευε ἐκεῖ, οἱ εἰκόνες στούς τοίχους καί τ᾽ ἀναμμένα καντήλια. Καί δεξιά μου ἕνα τραπεζάκι γεμάτο ἀρτίδια —τά πρόσφορα τά ὁποῖα συνηθίζουν νά κάνουν οἱ Ρῶσοι μοῦ φάνηκαν τόσο κομψά, καί νομίζω γιά πρώτη φορά στή ζωή μου ἔκλεψα κάτι. Λίγο μετά τό ἄφησα πάνω στό πήλινο χέρι τοῦ Δημιουργοῦ πού εἶχε φτιάξει ὁ Φερνάντο στό στούντιό του, καί λίγο ἀργότερα μ᾽ “ἔκλεψε” μέ τόν ἴδιο τρόπο ἡ ὀρθοδοξία, ὅπως συνηθίζει».

Ἀπό τό βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη - Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011

https://agiosioannisdamaskinos.blogspot.com


<>







Ο Μοναχός Αλέξιος από την Αλβανία διηγείται την μεταστροφή του από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία


Συναντήσαμε στους πρόποδες του Ταΰγετου τον μοναχό Αλέξιο με καταγωγή από το Βορρά της Αλβανίας. Μας υποδέχτηκε στο ησυχαστήριο στο οποίο μονάζει με τρεις ακόμη αδελφούς. Ο κήπος με τα φροντισμένα άνθη και φυτά, η αρμονία ανάμεσα στα έργα των ανθρώπων και τη φύση του Θεού, μας καθησύχασε πως εδώ οι άνθρωποι σέβονταν την κτίση και τον Κτίστη. Ο γέροντας του ησυχαστηρίου με πνεύμα ελευθερίας και μοιράσματος επέτρεψε τη συνέντευξη που με αρχοντική σεμνότητα μας παραχώρησε ο πατήρ Αλέξιος:

«Αδελφή μου, τ’ όνομά μου ήταν Αλέξανδρος κι έμενα στη Βόρεια Αλβανία μέχρι τα δεκαοχτώ. Η οικογένειά μου ήταν Ρωμαιοκαθολική, ενώ πολλοί συντοπίτες ήταν άθεοι. Βιώναμε τα πέτρινα χρόνια του καθεστώτος του Χότζα. Τότε επικρατούσε η προπαγάνδα ότι η Ελλάδα ήταν εχθρική, αλλά όλα αυτά άλλαξαν μέσα μου με τα γεγονότα που θ’ ακολουθούσαν: Πήρα μετάθεση στα τέλη της στρατιωτικής μου θητείας στους Αγ. Σαράντα. Μια μέρα πήγα μ’ έναν φίλο μου σ’ ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι του Αγ. Νικολάου, όπου τελούνταν η πρώτη θεία λειτουργία μετά από χρόνια. Αντικρύσαμε τις τοιχογραφίες με τα πρόσωπα των αγίων μουντζουρωμένα, ή ασβεστωμένα, με καρφιά στα πρόσωπά τους, ενώ στρατιώτες φεύγοντας λέρωναν τον τοίχο σκαλίζοντας τα ονόματά τους…! Με κατέκλυσε η μνήμη του σχολείου όταν μαθητής γυμνασίου διαβάζαμε στ’ αρχαία για τον Όμηρο και έλαμψε στο νου μου η φράση “H μακαρία Μεσσηνία”… Ήξερα για τους θαρραλέους Σπαρτιάτες, την εύφορη γη. Έτσι πήρα το πρώτο ερέθισμα να γνωρίσω την Ελλάδα.

Πήρα την ευχή των δικών μου και ξεκίνησα το ταξίδι καταλήγοντας από το Βορρά της Αλβανίας στο Νότο της Ελλάδος. Πρώτη μου εργασία, να καίω κλάρες ελιών σε κτήμα στα ριζά του Ταΰγετου. Ήταν Γενάρης του 1992, γύρω χιονισμένα και μπροστά ο Μεσσηνιακός κόλπος. Συνάντησα μετά μια συντροφιά ανθρώπων καλλιεργημένων που με προσέλαβαν για λίγες μέρες. Όταν τελείωσε η δουλειά πληρώθηκα, μα ο υπεύθυνος δήλωσε ότι δεν είχε επιπλέον χρήματα, αν όμως ήθελα, θα μου μάθαινε ελληνικά και πώς να γίνω άνθρωπος: “Να θρώσκετε προς τα άνω”. Αυτό με σημάδεψε. Τηλεφώνησα στους γονείς μου και μου έδωσαν την ευχή τους.

Εργαζόμουν και συγχρόνως κοντά τους μάθαινα ελληνικά και γερμανικά. Μυήθηκα στην Ορθοδοξία με ελευθερία που τη διοχέτευα στην καρδιά μου. Η συντροφιά αυτή αποτελούνταν από Θεολόγους και αρχαιολόγους. Πέρασαν χρόνια, ζυμώθηκαν τα πράγματα με συζητήσεις. Μάθαινα. Διδάχτηκα βυζαντινή μουσική.

Κάποτε αποφάσισαν να προσκυνήσουν στο Άγ. Όρος. Παρακάλεσα να πάω μαζί τους. Ήταν μεγάλη εβδομάδα. Η ομορφιά μού αποκαλύφθηκε όταν πήρα το καράβι για τη Δάφνη: οι λευκοί γλάροι, ο γαλάζιος ουρανός, το μπλε της θάλασσας μου θύμισε το στίχο του Ελύτη για το μπλε που ξόδεψε ο Θεός ώστε να μην τον βλέπουμε. Αισθάνθηκα την ομορφιά των κυπαρισσιών, τα χρώματα, τις ευωδιές. Όπως ανεβαίναμε φανταζόμουν πως τις νύχτες έβγαινε από την εικόνα το Άξιον εστί η Παναγία και πήγαινε να φροντίσει τους αδύναμους και μετά ξανάμπαινε στην εικόνα.

Μείναμε σ’ ένα Σιμωνοπετρίτικο κελί. Ήταν Μεγ. Πέμπτη. Εγώ θαύμαζα από το παράθυρο μια κερασιά, κι έβλεπα τους μοναχούς να πηγαινοέρχονται. Τότε ο γέροντας με πλησίασε και μου είπε ότι έφτασε η κατάλληλη ώρα να βαπτισθώ αν η ψυχή μου το ήθελε. Σαν τώρα θυμάμαι έφυγα από το κελί και κρυφά έκλαψα. Ήθελα να είχα κοντά τους γονείς μου, αλλά οι γονείς μου ήταν τα γεροντάκια του κελιού και οι φίλοι που με είχαν φέρει. Σε μια ώρα όλα ήταν έτοιμα. Έφεραν μια μεγάλη κολυμβήθρα από διπλανή μονή γιατί ήμουν 1.90.

Ωστόσο ενώ η κολυμβήθρα ήταν μικρή, ένιωθα σα να έμπαινα στον Ιορδάνη. Όλοι είχαμε αγωνία πως θα λουζόμουν από το δάχτυλο του ποδιού μέχρι την κεφαλή στο αγιασμένο νερό. Ο γέροντας με βύθισε με δύναμη καιέγινα σαν έμβρυο. Συγκίνηση ευλογημένη όταν αναδύθηκα την τρίτη φορά και είδα τα πρόσωπα των μοναχών φωτισμένα σαν αστέρια στον ουρανό.

Στην επιστροφή ο πρεσβύτερος της συντροφιάς μού λέει: “παιδί μου καλό ήταν θέλημα Θεού που ήρθε η βάπτισή σου τώρα. Εμείς θέλουμε να μονάσουμε σ’ ένα ησυχαστήριο”.

Η ευλογία του Αγ. Όρους και το βάπτισμα, μου δημιούργησαν την επιθυμία να ανιχνεύσω το κίνητρο και τα ερεθίσματα και να πω: “Ναι θα έρθω κι εγώ μαζί σας στον μοναχισμό”.

Θέλω, αδελφή μου, να πάω πίσω όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα και δούλευα καίγοντας τις κλάρες από τις ελιές, στους πρόποδες του Ταϋγέτου. Μ’ ένα τρόπο μοναδικό και θαυματουργικό, ενώ ψάχναμε σε όλα τα μέρη για έναν τόπο ησυχαστικό, όχι με την έννοια μακριά από τον κόσμο, αλλά κάπως απόμερα, έτσι ώστε κάπως να ησυχάζει η ψυχή και να μπορούμε να εργαζόμαστε τη φύση, μας είπε ένα ζευγάρι, “αν θέλετε ένα κτήμα που είναι έξω από το χωριό και βλέπει τον Ταΰγετο, το πουλάνε”. Ήταν το κτήμα του ανθρώπου, που είχε κοιμηθεί πια, στον οποίο είχα πάει για πρώτη φορά να δουλέψω και μάλιστα σε αυτό το κτήμα που αναφέρθηκα πριν. Βέβαια ο τόπος ήταν όλος πέτρες, βράχια κλπ. Λέω, εδώ σε αυτό τον τόπο, ας είναι όπως είναι, μετά από αυτό το θαύμα, θα καλλιεργήσω αυτή τη γη και ταυτόχρονα την ψυχή μου. Μετέφερα λοιπόν στους υπόλοιπους αδελφούς αυτή την εμπειρία. Την επόμενη μέρα ανεβαίνουμε στο κτήμα και η ομορφιά της φύσης και της θέας του Ταϋγέτου έκανε και τον γέροντα να δακρύσει. Είπε λοιπόν ότι αν συμφωνούμε όλοι -πάντα μας καλλιεργούσε μέσα μας την ελευθερία, ακόμα και στην υπακοή που γινόταν από σεβασμό και όχι από φόβο- θα πάρουμε αυτό το κτήμα.

Με τα λουλούδια του βουνού, διακόνησα στην ανθοδετική τέχνη, έμαθα να δημιουργώ συνθέσεις με ελάχιστα πράγματα, και απ’ αυτό καλλιεργήθηκε στο νου μου να μην είναι τίποτα βιομηχανοποιημένο, αλλά όλα χειροποίητα. Αν έρθει μια γιαγιά στο μοναστήρι κι έχω φτιάξει ένα σταυρουδάκι από τα αποξηραμένα και της το προσφέρω, η γιαγιά θα αισθανθεί τόσο ευλογημένη, τόση χαρά, που μου το ανταποδίδει με το χαμόγελό της.

Η προετοιμασία της κουράς μου ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός. Όταν ο γέροντας μου είπε ότι είναι η κατάλληλη ώρα να το ανακοινώσω στους γονείς μου που ήταν εκεί, της μητέρας μου μπορώ να πω ράγισε λίγο η καρδιά της. Γιατί ήμουν το μικρότερο παιδί και φανταζόταν και για μένα τις χαρές ενός γάμου. Ωστόσο, δεν δείλιασα και δεν άρχισα να εξηγώ και να προσπαθώ να την πείσω. Της είπα “μητέρα μου, δεν χαλαλίζεις ένα παιδί; Έχεις επτά παιδιά, έχεις τόσα εγγόνια… Δε χαλαλίζεις λοιπόν ένα παιδί να υπηρετήσει τον Χριστό και να υπηρετήσει κι εσάς, με τις προσευχές και την ευλογημένη καλογερική ζωή;”. Με αγκάλιασε δακρυσμένη και μου είπε “παιδί μου ξέρω ότι βρίσκεσαι σε καλά χέρια. Ό,τι η ψυχή σου επιθυμεί”. Παραπέρα ήταν ο πατέρας. Η μητέρα μου μου είπε να μην πω πολλά κι ότι θα μεσιτέψει η ίδια στον πατέρα. Όπως η Παναγία μεσίτευσε, έτσι κι εκείνη. Με αγκάλιασαν κι από κει ξεκίνησε ένας πνευματικός αγώνας σε προσωπικό επίπεδο, με πολλή ευτυχία. Γιατί δεν είναι λίγο να σου δώσουν την ευχή οι γονείς»

Ο μοναχός Αλέξιος μας άνοιξε την καρδιά του και αναφέρθηκε στην ημέρα της κουράς του, οπόταν του δώθηκε το όνομα του αγίου Αλεξίου, σ’ ένα ησυχαστήριο στη Βοιωτία. Αλβανός στη καταγωγή, ξένος όπως ο Χριστός, αλλά όχι μόνος, κλήθηκε μετά την τελετή της κουράς από τον τότε τοπικό μητροπολίτη να τραγουδήσει στα αλβανικά ένα τραγούδι του τόπου του, που πολλοί αρβανίτες της περιοχής άκουσαν κι ευφράνθηκαν.

Αναρωτιέται κανείς αν αυτό ήταν το “Ευτυχισμένο τέλος” μιας απόφασης να αφήσει κάποιος τα εγκόσμια;

Στο ερώτημά μας πώς περνά η ζωή, όταν καλείται ο μοναχός να ζήσει πρακτικά το βάρος της καθημερινότητας, τα βάσανα, τις ακυρώσεις, ο πατήρ Αλέξιος θα απαντήσει από την εμπειρία του:

«Με έμαθε ο γέροντας, να ζω στο νυν. Το νυν της θείας λειτουργίας, σε κάθε στιγμή της ζωής. Στο νυν της προσφοράς σ’ ένα συνάνθρωπο, με ένα λουλούδι, με την προσφορά ενός καφέ που τον κάνεις με αγάπη και όχι βαριεστημένα… Αυτό το νυν είναι πολύ σημαντικό και όλοι οι χριστιανοί πρέπει να το ζούμε και να το σκορπίζουμε στην οικουμένη.»

Κατά τη διάρκεια της γνωριμίας μας με τη συνοδεία του ησυχαστηρίου ήρθε στη μνήμη ο στάρετς Ζωσιμάς που συμβουλεύει τους μοναχούς του, στο έργο “αδελφοί Καραμαζώφ”, πριν πεθάνει

«…Ν’ αγαπάτε τον κοσμάκη του Θεού. Δεν είμαστε αγιότεροι εμείς απ’ αυτούς που ζουν μέσα στον κοσμάκη επειδή ήρθαμε εδώ πέρα και κλειστήκαμε σε τούτους τους τοίχους…»

Καταστάλαξε μέσα μας η ίδια αίσθηση ότι ο μοναχός Αλέξιος και οι αδελφοί του που προσεύχονται στους πρόποδες του Ταΰγετου, σαν ήρωες ενός βιβλίου της ζωής δεν νιώθουν αγιότεροι από άλλους στον κόσμο, αλλά κάνουν τον κόσμο δικό τους και τον αγαπούν με τον τρόπο που προτείνει ο Στάρετς Ζωσιμάς, ο Άγ. Πορφύριος κι ο Θεός.

Σοφία Χατζή

δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Πηγή:

http://orthodoxi-martiria.blogspot.com/2018/12/blog-post_9.html

<>









Burundi, Αφρικής: Η μεταστροφή του Αφρικανού Θωμά Manirampa από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία

Ἕνα ἀπόγευμα ἦλθε στήν ἐκκλησία μας ἕνα σεμνό καί ντροπαλό παιδί. Μετά τόν Ἑσπερινό μιλήσαμε μαζί. Αὐτός ὁ νέος τελικά βαπτίσθηκε μαζί μέ τόν ἀνωτέρω Ἰωάννη.

Τίς ἐμπειρίες του τίς ἔγραψε ὁ ἴδιος στό χαρτί καί ἤδη τώρα σᾶς τίς παρουσιάζω μεταφρασμένες:

«Ἀγαπητοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί,

Μέ μεγάλη χαρά σᾶς γράφω σήμερα γιά νά σᾶς γνωστοποιήσω τήν χαρά πού ἔζησα τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς μου. Εἶμαι Μπουρουντέζος. Πρίν ἤμουν καθολικός στό θρήσκευμα. Οἱ γονεῖς μου καί τ᾿ ἀδέλφια μου παραμένουν ἀκόμη Καθολικοί.

Μία ἡμέρα περπατοῦσα στήν πόλι, ἔξω ἀπό τήν ὁδό πού εἶναι ἡ ἐκκλησία Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Κοινότητος τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν.

Ἄκουσα νά κτυπᾶ ἡ καμπάνα καί νόμισα ὅτι καλοῦσε καί μένα νά μπῶ μέσα σ’αὐτή τήν ἐκκλησία. Πράγματι, τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ ὡδήγησε στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ ὅπου προσευχήθηκα μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς. Μετά ζήτησα ἀπό τόν μοναχό-ἱεραπόστολο π. Δ. νά μοῦ ἐξηγήσει τίς διαφορές μέ τήν καθολική «ἐκκλησία». Μιλήσαμε μαζί.

Μοῦ ἔδωσε καί βιβλία καί κατάλαβα ὅτι ἐδῶ βρῆκα τήν ἀληθινή θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι καί ἡ αἰτία πού μέ ὤθησε νά βαπτισθῶ.

Μετά τήν βάπτισι, ἐκείνη ἡ ἡμέρα καθώς καί οἱ ἄλλες, λιγώτερο βέβαια, ἦταν ἡ εὐτυχέστερη ἡμέρα τῆς ζωῆς μου. Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε ἐπάνω μου. Εἶχα πολλές δυνάμεις νά μιλάω μέ τούς ἄλλους Χριστιανούς. Μπῆκε ἡ ἀκράδαντη πίστις στήν καρδιά μου ὅτι εὑρίσκομαι μέσα στήν ἀληθινή ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.

Πρίν, παρότι κατοικοῦσα σέ ἀπόστασι 500 μέτρων ἀπό τήν πρώην ἐκκλησία μου, κι ὅμως δέν πήγαινα στήν λειτουργία τους. Καί τώρα περπατάω 6 χιλιόμετρα κάθε πρωΐ γιά νά φθάσω στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία.

Τώρα ἔχω μέσα μου πολλές δυνάμεις γιά νά τιμήσω τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου μου καί νά ἐκτελέσω τά ἔργα Του.

Ἀληθινά σᾶς λέγω, Ἀδελφοί, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι πλέον μαζί μου. Σᾶς προσκαλῶ, χωρίς δισταγμό, ἐλᾶτε κι ἐσεῖς σ᾿ αὐτό τόν δρόμο. Θά ζήσετε τίς ἴδιες ἐμπειρίες καί θά λάβετε τό Ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα στήν ζωή σας. Ὅ,τι ἔργο κάνω, προχωρεῖ πρός τά ἐμπρός διότι τό βοηθεῖ καί τό κατευθύνει τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἡ ζωή πού κάνω τώρα, δέν εἶναι ἀπ᾿ αὐτή τήν γῆ. Ἤδη τώρα εἶμαι μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί στήν Βασιλεία Του ἐξ αἰτίας τῆς βαπτίσεώς μου.

Τελειώνω λέγοντας ὅτι τώρα ἔχω τήν δύναμι νά βαδίζω πάντοτε στήν ἁγιότητα κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς μου.

Ὁ ἀδελφός σας Θωμᾶς Manirampa.

***

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, ἀπό τήν ἱεραποστολή τοῦ Κογκό, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.



<>









"Πρέπει να μάθουν, γιατί δεν ξέρουν…" - Η μεταστροφή του Γάλλου Γεωργίου Λεσιέρ από τον Ρωμαιοκαθολικισμό Στην Ορθοδοξία


Με τον τίτλο αυτό δημοσιεύουμε επιστολή της κας Αικατερίνης Λεσιέρ, με την οποία εκφράζει τις ευχαριστίες της για την συμβολή της Ιεράς Μονής μας στην επιστροφή του μακαριστού συζύγου της Γεωργίου Λεσιέρ στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την Ορθόδοξο Εκκλησία μας.

Χρησιμοποιήσαμε τον τίτλο αυτό, γιατί αποτελεί λόγο του ιδίου του Γεωργίου Λεσιέρ που εκφράζει τον πόνο του για τους ομοεθνείς του, καθότι ο ίδιος Γάλλος, και γιατί πιστεύουμε ότι με το δημοσίευμα αυτό βοηθούμε και αυτούς που δεν έχουν ακόμη γνωρίσει και γευθεί την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Η επιστροφή του Γεωργίου, βεβαίως, είναι κατ’ εξοχήν έργο της Θείας Χάριτος. Είναι η ανταπόκριση του Θεού στην αγαθή προαίρεση του, στον προσωπικό του πνευματικό αγώνα, που δεν ήταν παρά έκφραση της προσδοκίας για την συσσωμάτωσή του στην Αγία Εκκλησία. Είναι αναμφισβήτητα καρπός της αγάπης και της εμπόνου προσευχής της ευλαβούς συζύγου του και των πνευματικών πατέρων και αδελφών, που επωνύμως και ανωνύμως αναφέρονται στην επιστολή της κας Λεσιέρ.

Η προσφορά της Ιεράς Μονής μας έγκειται στην κατά θεία πρόνοια λειτουργία του εν Νέω Μαρμαρά Χαλκιδικής Μετοχικού αυτής και τα τελευταία έτη.

Πιστεύουμε ότι ο Γεώργιος, όπως το εζήτησε, διαφύλαξε καθαρόν τον χιτώνα του Αγίου Βαπτίσματος και τώρα αναπαύεται εν τη δόξη του Kυρίου. Πρεσβεύει για την οικογένεια του, τους πνευματικούς του αδελφούς, αλλά και για το κατά σάρκα γένος του. «Πρέπει να μάθουν, γιατί δεν ξέρουν», έλεγε, όταν αναφερόταν σ’ αυτούς. Ήθελε να γνωρίζουν, εί δυνατόν όλοι, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος που αυτός έντονα ζούσε μετά το Άγιο Βάπτισμα. Εκ πείρας πλέον ωμιλούσε ο Γεώργιος. Γι’ αυτό ήταν τόσο πειστικός, αλλά και έγινε τόσο αποδεκτός από το στενό οικογενειακό του περιβάλλον και από όσους εκ του γένους του τον εγνώρισαν.

Έυχόμεθα ο Θεός να αναπαύει μετά Δικαίων το πνεύμα του, και τον παρακαλούμε να προσεύχεται προς τον Θεό και για μας που τον αγαπήσαμε.

Ν. Μαρμαράς 15.3.1993

* * *

Σεβαστέ μου γέροντα Γεώργιε, ευλόγησον

Γνωρίζω ότι ο χρόνος σας είναι πολύτιμος, γι’ αυτό ζητώ να με συγχωρέσετε που θα αναγκασθήτε να αφιερώσετε λίγη ώρα διαβάζοντας το γράμμα μου.

Προσωπικά σας ευχαριστώ για την προσφορά του πνευματικού σας έργου στο Μετόχι του Ν. Μαρμαρά. Ιδιαίτερα ευχαριστώ εσάς και όλους του πατέρες του Μοναστηριού, που βοηθήσατε τον σύζηγό μου Γεώργιο να γνωρίσει την Ορθοδοξία και να βαπτισθεί στα εξήντα πέντε του χρόνια. Πραγματικά πιστεύω πως έζησα ένα θαύμα, γιατί είχα να κάνω, στα είκοσι χρόνια της συζυγικής μου ζωής, με έναν άνθρωπο πολύ δύσκολο, ειδικά στα θρησκευτικά θέματα.

Όταν μετά τον γάμο μας- ευτυχώς ετελέσαμε Ορθόδοξο γάμο- έμαθα από κάποιον πνευματικό ότι είναι βαρύ παράπτωμα που παντρεύτηκα έναν ετερόδοξο, και μάλιστα όπως τον απεκάλεσε αιρετικό, συγκλονίσθηκα και άρχισα να αισθάνομαι το βάρος της ευθύνης και της ενοχής. Μου σύνεστησε ο Πνευματικός εκείνος να τον βοηθήσω να γνωρίσει την Ορθοδοξία και ίσως αν γινόταν Ορθόδοξος να τακτοποιούνταν το θέμα.

Προσπάθησα όσο μπορούσα, αλλά στάθηκε αδύνατον. Η επίσκεψη μας στην εκκλησία του χωριού ήταν αποτυχημένη και δεν ήθελε ούτε να του ξαναμιλήσω ποτέ γι’ αυτά τα θέματα.

Σταμάτησα την προσπάθεια και άρχισα να προσεύχομαι να τον φωτίσει ο Θεός, γιατί έβλεπα ότι ήταν πιστός, προσευχότανε, διάβαζε τη Βίβλο έκανε κομποσκοίνι, είχε Πνευματικό στην Θεσσαλονίκη, που τον επισκεπτόταν τακτικά και συχνά κοινωνούσε.

Όταν ήρθαν τα παιδιά μας στον κόσμο, γεννήθηκε μέσα μου και η ελπίδα πως αν βαπτίζαμε τα παιδιά μας Ορθόδοξα θα γινότανε κάτι και για κείνον. Δυστυχώς όμως, όχι μόνο δεν σκέφτηκε κάτι τέτοιο αλλά αντίθετα δεν ήθελε να βαπτισθούν ούτε τα παιδιά. Επέμενε να ακολουθήσουν τον Ρωμαιοκαθολικισμό και απειλούσε πως θα έπαιρνε το ένα παιδί και πως θα χωρίζαμε. Κόντεψα να τρελαθώ από την στεναχώρια μου και στην συμφορά που απειλούσε να διαλύσει την οικογένειά μου. Κανείς δεν ήξερε και ούτε υποψιαζόταν τίποτα. Μόνη μου καταφυγή η Κυρία Θεοτόκος. Προσευχόμουν θερμά και την παρακαλούσα να μας βοηθήσει και να μας βγάλει από το αδιέξοδο. Προσευχόμουν, παρακαλούσα και περίμενα γεμάτη αγωνία και πόνο να φανερώσει η Γλυκιά Μητέρα του Κυρίου μας το θαύμα της.
Και η απάντηση δεν άργησε. Φώτισε τον σύζυγό μου να επισκεφθεί τον Πνευματικό του για να τον συμβουλευθεί. Ήταν μια πολύ δύσκολη μέρα που θα μείνει αξέχαστη. Η επιστροφή του συζύγου μου με γέμισε χαρά. Είχε αποφασίσει να βαπτισθούν τα παιδιά Ορθόδοξα. Όλα έσβησαν σαν κακό όνειρο και η καρδιά μου ξεχείλισε από την δοξολογία και την ευχαριστία προς την Παναγιά μας για την βοήθειά της.
Σιγά σιγά αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε το Μετόχι της Μονής σας. Η καρδιά του συζύγου μου μαλάκωσε. Αναπαυόταν και ήθελε να πηγαίνουμε συχνότερα. Επισκεπτόταν τα γύρω Μοναστήρια και πήγαινε τακτικά στο Άγιο Όρος. Γύριζε πάντα πολύ χαρούμενος και μας διηγούταν το κάθε τι που άκουγε από τους πατέρες. Μεγάλη εντύπωση του έκαναν οι θαυματουργές εικόνες και δάκρυζε όταν διηγιόταν κάτι γι’ αυτές.

Κατάλαβα πως η Θεία Χάρις άρχισε να τον επισκέπτεται. Είχε μεγάλο πόθο να μάθει όσα μπορούσε περισσότερα. Έκανε φοβερό αγώνα. Κοιμόταν σχεδόν ελάχιστα, προσευχόταν πολύ, νήστευε και σχεδόν δεν έτρωγε τίποτα, και τα βράδια έκανε κομποσκοίνι.

Παρακαλούσα την Παναγία μας να τους δίνει υπομονή, να δυναμώνει την πίστη του και να τον βοηθήσει μέχρι το τέλος στην βάπτισή του.

Όταν πήρε την μεγάλη απόφαση να βαπτισθεί, η χαρά μας δεν περιγραφόταν. Αλλά και οι πειρασμοί και τα εμπόδια ασταμάτητα μας πολεμούσαν μέρα-νύχτα. Εδώ πρέπει να ευχαριστήσω θερμά τους πατέρες που εκείνον τον καιρό ήταν στο Μετόχι, και να τους ζητήσω συγχώρεση γιατί τους είχαμε κουράσει πάρα πολύ. Ένιωθε βαθύ σεβασμό για τους αγιορείτες πατέρες και τον ορθόδοξο μοναχισμό.
Ανακάλυπτε καινούργια πράγματα που σαν Ρωμαιοκαθολικός δεν είχε νιώσει. Γι’ αυτό όταν δύο νέα παιδιά, που ήρθαν από την Γαλλία, τον επισκέφθηκαν λίγο μετά την βάπτισή του, τους είπε: ‘’Μη ρωτάτε πολλά για την Ορθοδοξία. Μόνο βιαστείτε να βαπτισθείτε, γιατί εγώ έκανα λάθος που περίμενα τόσο καιρό ». Οι νέοι αυτοί σήμερα ντυμένοι με το μοναχικό σχήμα υπηρετούν τον Κύριο κάπου στο Άγιο Όρος.

Μετά από πολλά εμπόδια και συνεχείς αναβολές ας σημειωθεί ότι την ημέρα που ορίστηκε η βάπτιση έκανε σφοδρή κακοκαιρία, χιόνισε πολύ, και γι’ αυτό αναβλήθηκε- ήρθε η πολυπόθητη μέρα για τον Γεώργιο, ο οποίος επιτέλους θα γινόταν Χριστιανός Ορθόδοξος. Η λαχτάρα του ήταν τόσο μεγάλη, που όταν του πρότεινε η Γερόντισσα της Ι. Μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ορμυλίας να βαπτισθεί το Πάσχα που ο καιρός είναι πιο ζεστός, ο Γεώργιος απάντησε: ‘’Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Αν αρνηθείτε να με βαπτίσετε, θα μείνω εδώ στο βαπτιστήριο ώσπου να με βαπτίσετε ».

Έτσι με την βοήθεια του Θεού, τις προσευχές των πατέρων και την αγάπη των δικών του, ο Γεώργιος προσήλθε στο Ιερό Μυστήριο, ξημερώνοντας η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Το πρωί η θερμοκρασία ήταν αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Το βαπτιστήριο ήταν υπαίθριο και το νερό παγωμένο. Τον ρωτήσαμε πως αισθάνθηκε και μας είπε ότι ένιωθε πάρα πολύ ωραία και πως το νερό ήταν ζεστό. Το πρόσωπο του έλαμπε εκείνη την στιγμή. Γελούσε ευχαριστημένος και χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Πολλοί από τους παρισταμένους δακρύσαμε εκείνην την ώρα πλημμυρισμένοι από μια αλλιώτικη, ουράνια, χαρά. Τα χείλη μου έστελναν εγκάρδια δοξολογία και θερμή ευχαριστία προς τον Θεό και την καλή μας Παναγία για την ευλογία που μας έδωσαν, και δεν έπαυσα να τους δοξάζω μέχρι σήμερα.

Ο Γεώργιος άλλαξε τις επόμενες ημέρες. Ήταν χαρούμενος ήρεμος, ευδιάθετος, ένας άνθρωπος εντελώς αντίθετος από εκείνον που είχα ζήσει, εντελώς καινούργιος. Αυτό μου έκανε πολύ εντύπωση και τον ρωτούσα να μου πει τι αισθανόταν μετά τη βάπτιση του, τι άλλαξε, ποια η διαφορά. Και κείνος κουνούσε το κεφάλι του και απαντούσε: ‘’Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου εξηγήσω να καταλάβεις αυτό που αισθάνομαι, δεν μπορώ να το πω με λόγια, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Μόνο ένα θέλω να πω τώρα: να με πάρει ο Χριστός μαζί του. Θέλω να πεθάνω, γιατί αν μείνω θα χάσω αυτό που έχω μέσα μου, θα μου φύγει η Θεία Χάρις ».

Ο καλός Θεός τον άκουσε. Μετά από λίγους μήνες αρρώστησε βαριά με καρκίνο στον πνεύμονα καλπάζουσας μορφής, και οι γιατροί προέβλεψαν δύο περίπου μήνες ζωής. Φύγαμε για την Γαλλία πολύ βιαστικά και δεν κατορθώσαμε αν και προσπαθήσαμε, να πάρουμε την ευχή σας, πάτερ Γεώργιε, καθώς και την ευχή του πατρός Γρηγορίου, ο οποίος ήταν ο πνευματικός μας πατέρας. Ο μακαριστός σύζυγος μου έτρεφε πολλή αγάπη και σεβασμό για σας, καθώς και προς όλους τους σεβαστούς πατέρες της Ι. Μονής σας. Τελευταίο και πολύτιμο εφόδιο του από την Ελλάδα ήταν η Θεία Κοινωνία που έλαβε στο Μετόχι.

Οι μέρες μας στην Γαλλία ήταν πικρές και δύσκολες. Οι γιατροί μας προετοίμασαν πως μέχρι το τέλος μας περίμεναν και δυσκολότερες. Αμέσως έγινε μετάσταση στο κεφάλι και ο Γεώργιος παρέλυσε κατά το ήμισι. Παρ’ όλη την δύσκολη θέση του, δεν έπαυε να κηρύττει στους γιατρούς και τους συγγενείς, καθώς και στο νοσηλευτικό προσωπικό, για το Χριστό και την Ορθοδοξία. Όταν τον συμβούλευα να μην μιλάει εκείνος μου απαντούσε: ‘’Πρέπει να μάθουν, γιατί δεν ξέρουν ». Μαζευόταν γύρω από το κρεβάτι του και άκουγαν με απορία πως οι άγιες εικόνες θαυματουργούν και πως μία αγρυπνία στο Άγιο Όρος κρατάει δέκα με δώδεκα ώρες. Και ρωτούσαν και μένα για να επιβεβαιώσω τα λεγόμενα του. Παράδοξα και πρωτόγνωρα πράγματα γι’ αυτούς. Ακόμα τους προξενούσε κατάπληξη το γεγονός ότι προσευχόσασταν εσείς στο Μοναστήρι για μας. Καθησύχαζε την αδελφή του λέγοντας πως προσεύχονται πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα γι’ αυτόν, και πως ο Θεός είναι μαζί του.

Σ’ έναν από τους γιατρούς του που είχε μεγάλη μόρφωση και ήταν πολύ μεγάλος επιστήμων, του είπε πως αφού δεν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και δεν γνώρισε την Ορθοδοξία, δεν έχει κάνει τίποτα στη ζωή του.

Επίσης τους έκανε μεγάλη εντύπωση η συμπαράσταση του πατρός Ηλία, ο οποίος ερχόταν τακτικά, αν και μας χώριζε απόσταση διακοσίων περίπου χιλιομέτρων, για να μας βοηθήσει, να τον εξομολογήσει, να τον κοινωνήσει και να μας κρατήσει συντροφιά. Μας βοήθησε πάρα πολύ ο πατήρ Ηλίας καθώς και οι αδελφές του Μοναστηριού εκεί.

Με την βοήθεια του πατρός Ηλία είπαμε στην αδελφή του Γεωργίου πως βαπτίσθηκε Ορθόδοξος και, ενώ περιμέναμε άσχημη αντίδραση, εκείνη τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε ότι πολύ καλά έκανε. Εκείνος έκλαιγε από χαρά. Την ίδια ημέρα εξομολογήθηκε, κοινώνησε και, αφού έφυγε ο πατήρ Ηλίας, κάθισα μόνη μου στο δωμάτιο κοντά του. Ο Γεώργιος κοιμόταν ήρεμος. Ξαφνικά ένιωσα μια υπέροχη ευωδία να απλώνεται στον χώρο σαν θυμίαμα και, ενώ αναρωτιόμουν από που άραγε να προέρχεται, γυρίζω και βλέπω το πρόσωπο του Γεωργίου να λάμπει φωτεινό με ένα γλυκό χαμόγελο. Σε λίγο χάθηκε η ωραία ευωδία.
Κάποια άλλη μέρα κουρασμένη, λυπημένη και ίσως θα τολμούσα να πω απελπισμένη κάθισα στην πολυθρόνα δίπλα στον άρρωστο για να ξεκουραστώ. Μόλις που θα είχα κλείσει τα βλέφαρα μου και βλέπω μια κοπελίτσα να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα, να έρχεται κοντά μου, να με πιάνει από τον ώμο και να μου λέει ότι δεν πρέπει να στεναχωριέμαι, γιατί θα έμενε εκείνη μαζί μας μέχρι το τέλος. Ήταν μια κοπέλα μετρίου αναστήματος με καστανά μαλλιά, ανοιχτό μπλε φόρεμα και ζώνη καλογερική. Ήταν πολύ όμορφη και γλυκιά μεταξύ δεκαοχτώ και είκοσι ετών. Ξύπνησα και την αναζήτησα και ένιωθα πως δεν πρέπει να με κυριεύει η απελπισία. Αυτό συνέβη στις 10 ή 11 Νοεμβρίου (σημ. εκδ.: ημέρα της Πανηγύρεως της αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ι. Μονή Οσίου Γρηγορίου δηλ. 29 Οκτωβρίου με το παλιό ημερολόγιο).
Πλησίαζε το τέλος ο Γεώργιος πονούσε πολύ. Οι μέρες κυλούσαν μαρτυρικές όμως δεν βαρυγκωμούσε. Μόνο σαν προσευχή έλεγε: ‘’Χριστέ μου είμαι κουρασμένος μόνο εσύ ξέρεις πόσο ». Το βάρος του έφτασε τα 35 κιλά. Στις 25 Δεκεμβρίου, ανήμερα Χριστουγέννων, ο Κύριος κάλεσε κοντά του τον Γεώργιο, ημέρα που πριν 66 χρόνια αντίκριζε για πρώτη φορά το φως. Ελπίζω και εύχομαι ο Πανάγαθος Κύριος να αναπαύει την ψυχή του μακαριστού συζύγου μου και σας παρακαλώ σεβαστέ μου πατέρα Γεώργιο να εύχεστε και σεις για κείνον, για τα παιδιά του και τέλος για μένα την αδύναμη, που έχανα την υπομονή μου. Εύχεσθε να με ελεήσει ο Θεός και να με συγχωρέσει.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την τέλεση του 40/μερου μνημοσύνου του συζύγου μου, το οποίο έγινε στο Μοναστήρι της Ορμυλίας, όπου εβαπτίσθη ο Γεώργιος, πολλές μοναχές τον είδαν ανάμεσα μας λαμπροφορεμένο και χαμογελαστό.

…. Ευχαριστούμε για μια ακόμη φορά και σας και τους πατέρες, που μας ανέχεστε και μοιράζεστε μαζί μας τα προβλήματά μας.

Ευχόμεθα ο Πανάγαθος Θεός να σας δυναμώνει, να σας προστατεύει και να σας φωτίζει πάντα.

Με σεβασμό και εκτίμηση
Αικατερίνη Λεσιέρ

Πηγή: Περιοδικο « Ο Όσιος Γρηγόριος » Ετήσια έκδοσις της Ιεράς κοινοβιακής Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους. Αριθμός τεύχους 18.




<>








Η θαυμαστή μεταστροφή μίας Ρωμαιοκαθολικής Γερμανίδας από τον Άγιο Πατάπιο στο Λουτράκι

Ο Γέροντας Μαρτινιανός από την Καλύβη «Άγιοι Πάντες», στην Καψάλα, της Ι. Μονής Παντοκράτορος, είχε συγγενή μετανάστη στη Δ. Γερμανία, από την οποία πριν λίγα χρόνια επέστρεψε ως συνταξιούχος. Ο συγγενής του ονομάζεται Γεώργιος Ζ. και στη Γερμανία ενυμφεύτηκε Γερμανίδα σύζυγο Ρωμαιοκαθολική, χωρίς εκείνη να βαπτισθεί πριν με το Ορθόδοξο Βάπτισμα. Ετέλεσαν, βέβαια, γάμο σε Ορθόδοξο Ι. Ναό και τα δύο παιδιά τους τα βάπτισαν με το Ορθόδοξο Βάπτισμα, αλλά η σύζυγος παρέμεινε Ρωμαιοκαθολική, αν και εκκλησιαζόταν και σε Ορθόδοξους Ναούς.

Αφού επέστρεψαν στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1985 πήγαν για παραθερισμό στο Λουτράκι Λορινθίας και από εκεί ανέβηκαν μια μέρα και στη Μονή του Οσίου Παταπίου να προσκυνήσουν τον Όσιο. Πρώτος εισήλθε στο Ι. Σπήλαιο ο σύζυγος, ο οποίος και προσκύνησε. Αλλά ενώ εισήλθε και η Ρωμαιοκαθολική σύζυγος και επλησίασε να προσκυνήσει, ευρέθηκε κάτω λιπόθυμη! Την έπιασε αμέσως στα χέρια του ο σύζυγος και με τη βοήθεια και άλλων παρευρισκομένων προσκυνητών την έβγαλαν έξω και τη βοηθούσαν να συνέλθει. Αφού συνήλθε, την ερώτησαν τι της συνέβη, κι εκείνη με έκπληξη απάντησε:

«Καλά δεν είδατε, δεν ακούσατε; Ο Άγιος με έσπρωξε και μου είπε: “Πώς εσύ, αιρετική, με πλησιάζεις;”»

Και από τη στιγμή αυτή μόνη της ζήτησε να βαπτισθεί Ορθόδοξη, όπως και έγινε ύστερα από σχετική κατήχησή της στην Ενορία της.

Τώρα πια ως Ορθόδοξη επισκέπτεται με ευλάβεια το Ι. Σπήλαιο του Οσίου και προσκυνεί το Ι. Λείψανο με πόθο και ευγνωμοσύνη. Γιατί αφότου έλαβε το Ορθόδοξο Βάπτισμα, αισθάνεται άλλος άνθρωπος!

«Όταν προσεύχομαι», μας είπε, «αισθάνομαι το Θεό δικό μου, Πατέρα μου, ενώ πριν δεν αισθανόμουν τίποτε. Τώρα ανάβω το καντήλι στο Εικονοστάσι, ετοιμάζω πρόσφορο, μεταλαμβάνω, διαβάζω βίους Αγίων και η ψυχή μου αισθάνεται το Θεό κοντά της. Να, πώς να σας το πω; Κάτι πολύ διαφορετικό από πριν, μια βεβαιότητα ότι είμαι κοντά στο Θεό. Και αυτό το οφείλω στον Άγιο Πατάπιο, που τον ευχαριστώ».

Από το βιβλίο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ», έκδοση της Ιεράς Μονής Λουτρακίου


<>







Νοέμβριος 2008: Πώς η Γερμανίδα Ρωμαιοκαθολική Μοναχή Matthaia Osswald ανακάλυψε την πληρότητα της Αλήθειας στην Ορθόδοξη Εκκλησία

H μεγάλη περιπέτεια κατά την αναζήτηση της αληθείας - Νοέμβριος 2008 - Από την Αδελφή Matthaia Osswald:

Παιδική ηλικία και εφηβεία

Γεννήθηκα το 1961 από προτεστάντες γονείς σε μία πόλη της νότιας Γερμανίας. Ζούσαμε σε ένα προάστιο, το οποίο ήταν παλαιότερα ένα αυτόνομο χωριό και αργότερα ενσωματώθηκε σε δήμο. Εκεί υπήρχε μόνο μία ρωμαιοκαθολική οικογένεια, ενώ όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν προτεστάντες. Στο δημοτικό η κόρη αυτής της οικογένειας, την οποία εγώ συμπαθούσα πάρα πολύ, ήταν συμμαθήτριά μου. Θυμάμαι πολύ καλά ότι μου ήταν αυστηρά απαγορευμένο να την επισκέπτομαι, διότι μου έλεγαν πως αν το μάθαινε κανείς θα ήταν ντροπή για την οικογένειά μας. Τα επόμενα χρόνια υπήρξε μεγαλύτερη ανοχή ως προς το θέμα αυτό. Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν προτεστάντες, αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου ο “καθολικός” πληθυσμός και δημιουργήθηκαν περισσότερες ρωμαιοκαθολικές εκκλησιαστικές κοινότητες στην πόλη.

Οι γονείς μου πίστευαν στο Θεό, αλλά δεν έκαναν πράξη αυτή τους την πίστη, δηλαδή δεν πηγαίναμε ποτέ τις Κυριακές στην εκκλησία, δεν προσευχόμασταν-τουλάχιστον όχι όλοι μαζί ούτε καν πριν από τα γεύματα-και το θέμα «Θεός» ήταν ανύπαρκτο στο σπίτι μας.

Όμως στο σπίτι των παππούδων μας έμενε μία μεγάλη, ευαγγελική αδελφή διακόνισσα, η οποία ήταν παλαιότερα νηπιαγωγός. Ήταν σαν ένα φως για μένα. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν τους παππούδες μου, εκμεταλλευόμουν την ευκαιρία να «εξαφανιστώ» και να επισκεφτώ αυτή την αδελφή. Μου διηγούταν συνεχώς για τον Ιησού, για τα θαύματα που έκανε, πώς την είχε βοηθήσει επανειλημμένως και ποικιλοτρόπως, για τον παράδεισο, τον ουρανό, τους αγγέλους και προσευχόταν μαζί μου. Ο χρόνος μαζί της κυλούσε πολύ γρήγορα! Ήμουν πάντα λυπημένη, κάθε φορά που άκουγα μια φωνή να μου λέει: «Μα πού είσαι πάλι; Έλα γρήγορα»! Οι παππούδες δεν έβλεπαν με καλό μάτι το γεγονός ότι περνούσα τόσο πολύ χρόνο με αυτή την «ευλαβή θεία».

Ένα βράδυ, όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε ετών, ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και σκεφτόμουν πόσο φρικτά κουραστικό θα πρέπει να είναι για τον πατέρα Θεό το γεγονός ότι δεν μπορεί να ξεκουραστεί ποτέ. Πάντα θα έπρεπε να αγρυπνά πάνω από τους ανθρώπους και να προσέχει να μην τους συμβεί κανένα κακό. Εγώ Του πρότεινα όλες τις πιθανές λύσεις, όπως π.χ. το να εναλλάσσεται με τον Υιό Του ή με τους αγγέλους. Στο τέλος Του είπα ότι ήθελα τόσο πολύ να Τον βοηθήσω και ότι δε θα με πείραζε καθόλου πού και πού να μένω τις νύχτες ξάγρυπνη, αλλά αυτό πάλι δε θα βοηθούσε τους ανθρώπους. Από τη μια ήταν πολύ παιδικό όλο αυτό το σκεπτικό μου, από την άλλη όμως το εννοούσα πραγματικά και ποτέ δεν το ξέχασα, αν και τα επόμενα χρόνια το λησμόνησα. Μετά άρχισαν τα σχολικά μου χρόνια. Ήμουν απασχολημένη με άλλα πράγματα.

Ναι μεν δεν αμφέβαλλα ποτέ για την ύπαρξη του Θεού, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία για μένα και τη ζωή μου. Ήταν σαν δύο ξεχωριστά πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση το ένα με το άλλο. Όλη η εφηβεία μου ήταν επηρεασμένη από το γεγονός ότι πάντα ήθελα να είμαι όπως οι άλλοι(κάτι που ποτέ μου δεν κατάφερα, αφού ήμουν πάντα στο περιθώριο, πράγμα που πρέπει να οφείλεται εν μέρει και στην άχαρη εξωτερική μου εμφάνιση). Δοκίμασα όλα όσα έκαναν και οι άλλοι, τσιγάρα, καπηλειά, μαριχουάνα, ροκ μουσική κλπ. Τότε ήμουν σε μία ομάδα, αλλά τον περισσότερο χρόνο καθόμουν μόνη σε μία γωνιά. Έτσι ποτέ δεν ενσωματώθηκα, παρόλο που προσπάθησα πολύ.
 

Συνεπαρμένη από θείο έρωτα

Όταν ήμουν δεκαεπτά ετών έγινε μία σημαντική αλλαγή στη ζωή μου. Πάντα είχα μεγάλη αγάπη για τη μουσική, έπαιζα κάποια όργανα και ήθελα αργότερα να σπουδάσω μουσική.

Κάποιος έδωσε στη μαμά μου δύο εισιτήρια για μία συναυλία. Επρόκειτο για το “Κατά Ματθαίον Πάθη” του Joh. Seb. Bach, που είναι τα πάθη του Χριστού κατά το ευαγγέλιο του Ματθαίου. Η συναυλία θα λάμβανε χώρα τη Μεγάλη Παρασκευή.

Οι προτεστάντες δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη θεία λειτουργία τη Μεγάλη εβδομάδα, γι` αυτό συχνά πραγματοποιούνται οι λεγόμενες «θρησκευτικές συναυλίες» τις οποίες παρακολουθεί κανείς για περισυλλογή και εσωτερική ηρεμία. Η συναυλία διήρκησε τρεισήμισι ώρες. Βασικά δεν μπορώ να περιγράψω τι συνέβη μέσα μου. Το άγιο ευαγγέλιο σε συνδυασμό με αυτή τη συναρπαστική μουσική με άγγιξε βαθύτατα και συγκλόνισε την καρδιά μου (Κάτι παρόμοιο διάβασα-παρεμπιπτόντως-στη βιογραφία του πατέρα Σεραφείμ Ρόουζ). Ήμουν συνεπαρμένη και εντυπωσιασμένη από την αγάπη του Ιησού Χριστού, ο οποίος υπέκυψε για εμάς και για τις αμαρτίες μας στο Σταυρό. Αυτή η αγάπη έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή πραγματικότητα για εμένα και με γέμιζε ολοκληρωτικά. Δεν ξέρω για πόση ώρα καθόμουν μόνη στην εκκλησία και έκλαιγα. Ήξερα μόνο ένα πράγμα, ότι ήθελα να γίνω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη. Αυτό ήταν ξεκάθαρο στην καρδιά μου. Αργότερα αναρωτιόμουν συχνά για ποιο λόγο είπα «Θέλω να γίνω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη» και όχι «Θέλω να δώσω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη». Δεν το καταλάβαινα, αλλά φαινόταν να έχει κάποια σημασία. Από εκείνη τη μέρα άλλαξε η ζωή μου. Την επόμενη μέρα αγόρασα μία Βίβλο. Κρέμασα ένα σταυρό στο δωμάτιό μου και, αντί να πηγαίνω τα βράδια στα καπηλειά, διάβαζα την Αγία Γραφή και προσευχόμουν. Μετά πήρα την απόφαση να σπουδάσω εκκλησιαστική μουσική. Σκεφτόμουν πως, αφού ο Θεός με άγγιξε τόσο με αυτό τον τρόπο και μου χάρισε ένα ταλέντο, τότε θέλω να βοηθήσω να μπορέσουν και άλλοι άνθρωποι να αποκτήσουν παρόμοια εμπειρία. Έγινα μέλος της εκκλησιαστικής χορωδίας της πόλης μας και άρχισα να παρακολουθώ ένα τμήμα της εκκλησιαστικής μουσικής και μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου. Έτσι άλλαξε και το φιλικό μου περιβάλλον. Τα επόμενα τρία χρόνια τα αφιέρωσα τελείως στην εκκλησιαστική μουσική, στις νέες γνωριμίες, στην Αγία Γραφή και παράλληλα και στο σχολείο.

Προτεσταντισμός ή ρωμαιοκαθολική “εκκλησία”

Μία φίλη έπαιζε προσωρινά εκκλησιαστικό όργανο σε μία “καθολική” εκκλησιαστική κοινότητα της πόλης μας. Κάποιο Σάββατο βράδυ συνεννοηθήκαμε να την περιμένω έξω από την εκκλησία για να βγούμε μαζί. Κατά λάθος πήγα μία ώρα νωρίτερα και έτσι αποφάσισα να πάω μαζί της στον εξώστη και να παρακολουθήσω τη θεία λειτουργία «αφ’ υψηλού», αντί να περιμένω έξω από την εκκλησία. Κατά κάποιον τρόπο ήταν διαφορετική από τη θεία λειτουργία που γνώρισα στην ευαγγελική εκκλησία. Ήταν κάπως πιο υπερβατικά και μου έκανε καλή εντύπωση. Από τότε δεν μπορούσα να ησυχάσω και ήθελα να ανακαλύψω τι ήταν αυτό το διαφορετικό που με συγκίνησε. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα επισκεπτόμουν τα βράδια του Σαββάτου τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και παρακολουθούσα την απογευματινή ακολουθία των καθολικών, ενώ τα πρωινά της Κυριακής παρακολουθούσα τη θεία λειτουργία της ευαγγελικής εκκλησίας. Το πρώτο με έλκυε όλο και περισσότερο. Στην ευαγγελική “εκκλησία” μου έλειπε η υπερβατικότητα, φαινόταν σαν να πρόκειται για ένα ανθρώπινο σχήμα, όπου τους ανθρώπους τους συνδέει ένα κοινό ενδιαφέρον, δηλαδή ο Θεός. Στη ρωμαιοκαθολική “εκκλησία” ένιωθα κάτι σαν μία υπέρβαση. Τους ανθρώπους τους ένωνε κάτι το οποίο τους υπερβαίνει και είναι εντελώς διαφορετικό από ό,τι συμβαίνει σε ένα σύλλογο ή σε μία κοινότητα με κοινά ενδιαφέροντα. Ιδιαιτέρως μου άρεσε η θεία Ευχαριστία σε αντίθεση με την μετάληψη της ευαγγελικής εκκλησίας, η οποία ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για εμένα. Μιλούσα συχνά με τον ιερέα της κοινότητας ο οποίος διακατεχόταν από σύγχρονες απόψεις. Ως προτεστάντισσα είχα φυσικά σοβαρά προβλήματα με τον παπισμό! Αλλά για τον ιερέα αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Ή καλύτερα να πω ότι ήταν πρόβλημα, αλλά το είχε λύσει με τον τρόπο του, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που το είχε ακούσει και στις διαλέξεις από τον καθηγητή του πανεπιστημίου. (Τα επόμενα χρόνια αφαιρέθηκε από τον καθηγητή του η άδεια διδασκαλίας στη Ρώμη).Ο καθηγητής έλεγε: «Ο πάπας είναι στη Ρώμη και εμείς είμαστε εδώ. Τι γνωρίζει για εμάς; Ας ασχοληθεί εκείνος με την εκκλησία της Ρώμης κι εμείς εδώ με τη δική μας». (Αυτή η άποψη φυσικά κάθε άλλο παρά ρωμαιοκαθολική ήταν και άρχισε να διαδίδεται όλο και περισσότερο τη δεκαετία του `80.)

Αυτό που τελικά με ώθησε στο να γίνω ρωμαιοκαθολική ήταν η εμπειρία αυτής της υπέρβασης και προπάντων η ευχαριστία, δηλ. η πίστη ότι κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας μεταβάλλονται ο άρτος και ο οίνος πράγματι σε σώμα και αίμα Χριστού, ότι δηλαδή όλο αυτό ήταν μία πραγματικότητα και όχι κάτι το συμβολικό. Ένας άλλος λόγος ήταν η λειτουργία , διότι στην ευαγγελική “εκκλησία” δεν υπήρχε λειτουργία υπό αυτή την έννοια. Η θεία λειτουργία αποτελείται μόνο από το ανάγνωσμα της Αγίας Γραφής, ένα μεγάλο κήρυγμα και πολλά τραγούδια και περίπου μία φορά το μήνα από τη λεγόμενη «θεία κοινωνία» αμέσως μετά τη λειτουργία. Τον Οκτώβριο του 1982 έγινα λοιπόν ρωμαιοκαθολική. Αναλογιζόμενη σήμερα τον τρόπο με τον οποίο έγινε όλο αυτό κουνάω το κεφάλι μου, γιατί ήμουν τυφλή. Είχαμε αποφασίσει να γιορτάσουμε με μία “λειτουργία” στο σπίτι (Hausmesse), μέσα σε οικογενειακή ατμόσφαιρα. Η γιορτή δεν έλαβε χώρα στην εκκλησία, αλλά στο σαλόνι του σπιτιού του ιερέα. Μπορούσα να επιλέξω η ίδια το ανάγνωσμα του ευαγγελίου και, αντί για ένα κήρυγμα, ανταλλάξαμε όλοι μαζί κηρύγματα-σύμφωνα με τα εδάφια του ευαγγελίου που είχαμε επιλέξει-ενώ καθόμασταν στον καναπέ. Αυτό ονομαζόταν λειτουργία του λόγου. Για τη γιορτή της ευχαριστίας καθόμασταν όλοι μαζί γύρω από την τραπεζαρία η οποία χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα. Ναι μεν έπρεπε να πω μαζί με τους υπόλοιπους το σύμβολο της πίστεως, αλλά κανείς δε μου ζήτησε να ομολογήσω το εξής: «Πιστεύω και ομολογώ όλα όσα πιστεύει, διδάσκει και διακηρύττει η αγία καθολική εκκλησία ». (Αυτό το αντιλήφθηκα μετά από 24 χρόνια, όταν κάποιος μου είπε «Δεν μπορείς να εγκαταλείψεις την εκκλησία μας έτσι απλά, αφού έκανες αυτήν την ομολογία»).

Έτσι λοιπόν έγινα  ρωμαιοκαθολική. Και τώρα; Η εκκλησιαστική μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στην ευαγγελική εκκλησία, στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία όμως είναι δευτερεύουσα. Επιπλέον η εκκλησιαστική μουσική εδώ δε μου φαινόταν και πολύ ελκυστική. Δημιουργήθηκε με ταχείς διαδικασίες μετά τη Β` σύνοδο του Βατικανού, όταν επιτράπηκε η τέλεση της λειτουργίας στην εκάστοτε γλώσσα της χώρας, και δεν είχε καμία παράδοση. Εκτός από αυτό σκεφτόμουν πως έπρεπε κάπως να δραστηριοποιηθώ σε μία κοινότητα και, επειδή ως γυναίκα δεν μπορούσα να γίνω ιερέας, αποφάσισα να σπουδάσω θεολογία, για να γίνω ιεροκήρυκας. Συνέχιζα να μελετώ πολύ την Αγία Γραφή και πιο πολύ από όλα με άγγιζαν βαθύτατα οι ονομαζόμενες παραβολές. Με άγγιζε κάθε φορά που έλεγε ο Ιησούς στον πλούσιο νεανία: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρο ακολούθει μοι.»(Ματθ.ιθ.21).Σε κάποιον άλλον είπε: «Ακολούθει μοι και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς »(Ματθ.η.22) ή «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ` άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού»(Λουκ.θ.62). Με άγγιζε και με πονούσε. Ήθελα να κάνω την πίστη μου επάγγελμα και το βασικότερο πράγμα στη ζωή μου. Αλλά με ποιον τρόπο; Μήπως έπρεπε να φύγω από το σπίτι μου χωρίς μία δραχμή, χωρίς δεύτερο πανωφόρι, χωρίς τίποτα και απλά να αναχωρήσω, έτσι όπως λέει το ευαγγέλιο; Αλλά προς τα πού;

Στην αναζήτηση για το δικό μου μοναστήρι

Πριν από την έναρξη των βασικών σπουδών μου έπρεπε πρώτα να παρακολουθήσω για ένα χρόνο κάποια μαθήματα για την εκμάθηση της λατινικής γλώσσας και της ελληνικής γλώσσας της Βίβλου. Αυτό το διάστημα συνέβη πάλι ένα γεγονός, που μου έδειξε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσω. Καθώς ξεφύλλιζα μία μέρα ένα περιοδικό στην αίθουσα αναμονής ενός γιατρού, έπεσα πάνω σε ένα άρθρο για ένα μοναστήρι των Βενεδικτίνων. Αυτό με ενδιέφερε! Ίσως να ήταν αυτή η απάντηση για την υπαρξιακή μου απορία. Ήμουν πεπεισμένη ότι υπήρχαν μοναστήρια μόνο στο μεσαίωνα. Όπως είπα, έμενα σε μία ευαγγελική περιοχή, στην οποία δεν υπήρχαν μοναστήρια. Την επόμενη μέρα πήρα αμέσως τηλέφωνο, για να ρωτήσω, μήπως μπορούσα κάποια στιγμή να τους επισκεφτώ. Η απάντηση ήταν θετική και επί  εβδομάδες χαιρόμουν για τις ερχόμενες διακοπές που θα περνούσα εκεί. Ήμουν βαθύτατα εντυπωσιασμένη με την ησυχία, τις ακολουθίες ωρών-κατά τις οποίες οι αδελφές συγκεντρώνονταν κάθε τρεις ώρες στην εκκλησία-, με τη χειρωνακτική εργασία, τους ίδιους καθημερινούς ρυθμούς, κατά τους οποίους μπορούσε να αναπαυθεί η ψυχή. Παρ’ όλο που όλα αυτά μου άρεσαν, κάτι μου έλειπε και εκεί.

Έμαθα ότι υπήρχαν διάφορα τάγματα, με διαφορετικούς κανονισμούς και διαφορετικό πνεύμα. Γνώρισα τις Φραγκισκανές μοναχές, το κάρμελ και μερικά άλλα. Παντού μου άρεσε κάτι, αλλά πάντα κάτι μου έλειπε, όμως τι; (Την απάντηση σε αυτή την ερώτηση θα την έπαιρνα πολλά χρόνια αργότερα). Πάντως είχα ξεκαθαρίσει πλέον μέσα μου ότι σε κάθε περίπτωση ήθελα να αφιερώσω τη ζωή μου στο Θεό και να γίνω μοναχή. Στην προσευχή μου ρωτούσα το Θεό συνεχώς πού με ήθελε, σε ποιο από όλα αυτά τα τάγματα και τις κοινότητες. Κατά την αναζήτησή μου ήλθα σε επαφή και με τη λεγόμενη χαρισματική κοινότητα.

Όμως ένιωθα λίγο άβολα με όλα αυτά. Όλοι έψελναν σε «γλώσσες», κάποιοι μιλούσαν προφητικά, όλα ήταν τελείως συναισθηματικά και για άλλη μια φορά ένιωθα ξένη. Αυτό δεν μπορούσα βέβαια να το εκδηλώσω, διότι αυτό θα σήμαινε ότι δεν ήμουν φωτισμένη από το Άγιο Πνεύμα και ότι κρατούσα την καρδιά μου κλειστή.

Εκείνο το διάστημα έκανα μία επίσκεψη σε μία από τις καινούργιες πνευματικές κοινότητες. Ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του `80 και αποτελούνταν από άγαμους άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι μετά από μία μεγάλη περίοδο δοκιμής (Noviziat) έπαιρναν όρκο και υπόσχονταν ακτημοσύνη, παρθενία και υπακοή. Στα μέλη συμπεριλαμβάνονταν όμως και οικογένειες με παιδιά. Τα ζευγάρια υπόσχονταν ακτημοσύνη και συζυγική αγνότητα. Αν το δει κανείς επιφανειακά τίποτα δε με συγκίνησε εκεί κατά την πρώτη μου επίσκεψη, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα. Κάποιος επισκέπτης ρώτησε στα πλαίσια μιας συνομιλίας ποιοι ήταν οι όροι για την είσοδο στην κοινότητα, οπότε απάντησε ο ιδρυτής και υπεύθυνος της κοινότητας το εξής: «Όροι; Ένας και μοναδικός υπάρχει. Όποιος θέλει να μπει εδώ μέσα, πρέπει να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο»! Αυτό ήταν! Όταν επέστρεψα το βράδυ στο σπίτι μου δε γνώριζα περισσότερα από πριν. Μόνο εκείνη η μία πρόταση δεν μπορούσε να βγει από το μυαλό μου.

Εκείνο το καλοκαίρι με προσκάλεσε ένας καλός φίλος στη Γαλλία, σε μία μεγάλη συνάντηση με διάφορες νέες καθολικές πνευματικές κοινότητες. Η ποικιλία, οι ψαλμοί, οι ισραηλινοί παραδοσιακοί χοροί, η ακολουθία των ωρών, η ευχαριστιακή λατρεία στην ησυχία. Αυτά με άγγιζαν και πίστεψα ότι επιτέλους είχα φτάσει στον προορισμό μου. Ήθελα να μπω σε αυτή την κοινότητα και να γίνω μοναχή. Επέστρεψα στη Γερμανία, έδωσα το φθινόπωρο τελικές εξετάσεις για τα θεολογικά μαθήματα που παρακολούθησα και αγόρασα ένα εισιτήριο για τη Γαλλία με τα τελευταία 300 μάρκα που μου είχε δώσει ένας φίλος μου, με σκοπό να μην ξαναγυρίσω ποτέ. Ο άνθρωπος κάνει σχέδια και ο Θεός ορίζει. Μετά από δύο εβδομάδες έμαθα ότι όλα τα σπίτια της κοινότητας θα παρέμειναν κλειστά για τους επισκέπτες. Τι φρίκη! Και τώρα; Καθόλου χρήματα, καμία προοπτική, τι κάνω; Δόξα τω Θεώ έγινε τελευταία στιγμή μια αλλαγή. Ένα από τα σπίτια της κοινότητας πρόσφερε για το διάστημα των Χριστουγέννων ένα πρόγραμμα πνευματικών ασκήσεων και παρέμεινε ανοιχτό. Μόλις που έφταναν τα χρήματά μου για αυτό το πράγμα. Μετά από μία εβδομάδα βρισκόμουν πάλι στην ίδια κατάσταση. Όμως μία γυναίκα, η οποία επίσης συμμετείχε στο πρόγραμμα των πνευματικών ασκήσεων, με προσκάλεσε να κάνουμε μαζί μία προσκυνηματική εκδρομή. Αμέσως μετά μου έδωσε λίγα χρήματα και μου πλήρωσε το εισιτήριο του τρένου για το λεγόμενο Mutterhaus (το κυρίως μοναστήρι) σε ένα άλλο μέρος της Γαλλίας. Εκεί πέρασα άλλη μία εβδομάδα και ήμουν όλο προσμονή να μπορέσω επιτέλους να μιλήσω με τον ιδρυτή της κοινότητας και να μου επιτρέψει να εισέλθω σε αυτήν. Έμεινα εκεί για μία εβδομάδα, αλλά στο τέλος αυτής δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρο σε εκείνον ότι ο Θεός με προόριζε για εκείνη την κοινότητα. Στη διάρκεια ενός εσπερινού προσευχήθηκε για εμένα και αφού με ακούμπησε με τα χέρια του μου φανέρωσε την εντολή που δέχτηκε: «Οι δικοί μου δρόμοι δεν είναι και δικοί σου. Θα σου δείξω έναν άλλο δρόμο τον οποίο τώρα δεν μπορείς ακόμη να καταλάβεις. Αλλά απαιτώ από εσένα απόλυτη διαθεσιμότητα».

Με αυτά τα λόγια λοιπόν εκδιώχτηκα για άλλη μια φορά. Και τώρα προς τα πού; Ήμουν πραγματικά απογοητευμένη. Κανείς δεν μπορούσε να μου δώσει μία εξήγηση για αυτά τα λόγια ή μία προοπτική. Μα ήθελα μόνο ένα πράγμα: Να ακολουθήσω τον Ιησού Χριστό, να του αφιερώσω τη ζωή μου. Ήταν φρικτό. Εκτός από την απογοήτευσή μου, μου δημιουργήθηκε και μία εσωτερική αμφισβήτηση, ότι δηλ. ο Θεός είτε δε με ήθελε είτε εγώ ήμουν τόσο χαζή, ώστε να μην μπορώ να βρω τη θέση μου, ή καλύτερα τη θέση στην οποία Εκείνος με προόριζε. Πάλι με λυπήθηκε κάποιος και μου έδωσε τα χρήματα για την επιστροφή μου στο σπίτι. Είχα φύγει από το σπίτι με σκοπό να μην ξαναγυρίσω ποτέ και τώρα, λίγες εβδομάδες αργότερα, βρισκόμουν πάλι εντελώς απροειδοποίητα μπροστά από το σπίτι των γονιών μου (πριν από αυτό είχα κάνει για μία εβδομάδα μία ενδιάμεση στάση σε ένα μοναστήρι στη Γαλλία, για να σιωπήσω και να ηρεμήσει η ψυχή μου. Το πρώτο το κατάφερα, το δεύτερο όχι). Οι γονείς μου φυσικά χάρηκαν που ξαναγύρισα, όμως εγώ ήμουν τελείως αποπροσανατολισμένη. Τις επόμενες δύο εβδομάδες τις πέρασα ζώντας σχεδόν αποκλειστικά στην αφάνεια και προσευχόμενη στο δωμάτιό μου. Ταυτόχρονα αντηχούσε μέσα μου συνεχώς εκείνη η πρόταση: Όποιος θέλει να μπει εδώ πρέπει να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο. Γινόταν μία μάχη μέσα μου. Από τη μια δε με προσέλκυε τίποτα εκεί, η ακτημοσύνη, οι περίεργες γενειοφόρες μορφές με τα παλιά ράσα, καθόλου ρεύμα, καθόλου τρεχούμενο νερό, πρωτόγονη τουαλέτα, κανένα ιδιωτικό χώρο και πολλά άλλα. Όμως εκείνη η πρόταση δε με άφηνε πια σε ησυχία. Όλο αυτό ήταν βασικά αυτό που ήθελα, αυτό που έψαχνα μέσα μου από τότε που προσηλυτίστηκα, αυτή η πλήρης αφιέρωση στο Χριστό, χωρίς να ψάχνει κανείς τίποτα πια για τον εαυτό του, να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο. Λοιπόν, ήθελα να το διακινδυνεύσω. Ήταν Παρασκευή απόγευμα, αποφάσισα αμέσως να τηλεφωνήσω και να ρωτήσω αν μπορούσα να πάω για το Σαββατοκύριακο. Αν η απάντηση ήταν αρνητική, τότε θα έκλεινα αυτό το κεφάλαιο και δε θα το ξανάνοιγα ποτέ(κρυφά μέσα μου το ήλπιζα αυτό κατά κάποιο τρόπο). Η απάντηση ήταν θετική. Εντάξει λοιπόν. Την επόμενη μέρα πήγα εκεί και αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Τα εξωτερικά πράγματα δε με απωθούσαν πια τόσο πολύ και είχα μία μεγάλη συζήτηση με τον ιδρυτή που αφορούσε την εσωτερική μου αναζήτηση και τους περασμένους μήνες. Μου πρότεινε να παραμείνω στην κοινότητα για τέσσερις μήνες, μέχρι τις 15 Αυγούστου, για να μπορέσω με ηρεμία και προσευχή να ρωτήσω το Θεό για τον προορισμό μου.

Μετά από τρεις εβδομάδες είχα την εντύπωση ότι εκεί βρήκα τη θέση μου. Πιο πολύ από όλα αγαπούσα την ησυχία και τη νοερά προσευχή, αλλά μάθαινα να αγαπώ όλο και περισσότερο και την απλότητα και την αμεσότητα της ζωής και δεν ήθελα να την ανταλλάξω με μία άνετη ζωή. Εδώ έμαθα τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και από μία εντελώς διαφορετική πλευρά. Αν και είχα γίνει καθολική σε ένα δήμο, ο οποίος διακατεχόταν από ακραίο μοντερνισμό, τώρα βρισκόμουν σε μία κοινότητα, όπου την αγάπη για τον πάπα και την υπακοή σε αυτόν την έγραφαν με κεφαλαία γράμματα. Ακολουθούσε κανείς με ζήλο και κατευθυνόταν σύμφωνα με ό,τι έλεγε και έπραττε εκείνος. Αυτό μου φαινόταν αρκετά δύσκολο και ένιωθα πάντα σαν μία ανυπότακτη, που συμμετείχε σε όλα αυτά με το ζόρι. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να αλλάξει αυτή η τοποθέτησή μου στο θέμα αυτό.

Ένα χρόνο αργότερα άρχισε για μένα η περίοδος δοκιμασίας (Noviziat). Ένα χρόνο μετά από αυτό, έδωσα τις πρώτες υποσχέσεις για τρία χρόνια. Μετά ακολούθησαν και οι ονομαζόμενες προσωρινές υποσχέσεις (για ορισμένο χρονικό διάστημα) και οι υποσχέσεις αφιερώσεως για όλη μου τη ζωή. Ωστόσο βρισκόμουν σε μεγάλη ψυχική κρίση και ήμουν αμφιταλαντευόμενη, γεμάτη αβεβαιότητα. Σκέφτηκα ότι όλα αυτά είναι εσωτερικές αμφιβολίες, κακές σκέψεις και συναισθήματα που δεν πρέπει να επιτρέψει κανείς και έτσι έκρυψα εσωτερικά όλο αυτό το «ψυχικό χάος» και έδωσα τις υποσχέσεις. Η ανεμοθύελλα κόπασε κάπως, αλλά δεν μπορούσα να ηρεμήσω πραγματικά. Αυτό μπορεί να ήταν και συμπτωματικό για την πορεία μου. Όπως ήδη ανέφερα, με έλκυαν στα διάφορα τάγματα και στις κοινότητες πολλά πράγματα, όμως πάντα κάτι, το οποίο εκείνη τη χρονική στιγμή δεν μπορούσα να ονομάσω, μου έλειπε. Σε αυτήν την κοινότητα ήταν όλα πιο εκλεπτυσμένα, ναι μεν δε μου έλειπε τίποτε πια, αλλά την πραγματική εσωτερική ηρεμία δεν τη βρήκα ούτε εδώ και δεν ένιωθα ότι έφτασα στον προορισμό μου. Εκείνους τους λογισμούς και την ακαθόριστη νοσταλγία που έβγαιναν συνεχώς από μέσα μου, εγώ πίστευα ότι έπρεπε να πολεμήσω με πνευματικό αγώνα και ότι είναι εκ του πονηρού και για αυτό το λόγο δε θα έπρεπε να επιτρέψω σε καμία περίπτωση τέτοιους λογισμούς και συναισθήματα. Σκεφτόμουν ότι την πραγματική ειρήνη και το συναίσθημα μπορεί κανείς να τα πετύχει μόνο στον τελικό προορισμό του, δηλαδή να τα βιώσει μόνο στον ουρανό. Επίσης σκεφτόμουν ότι  ο καθένας σε αυτήν τη ζωή είναι καθοδόν και ότι στην επίγεια ζωή μένει πάντα μία εσωτερική ανησυχία και μια σιωπηρή θλίψη.

Δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα εγκατέλειπα ποτέ αυτήν την κοινότητα. Με εξαίρεση κάποιες κρίσεις, τις οποίες όμως ο καθένας που ακολουθεί αυτό το δρόμο σίγουρα θα βιώνει, ήμουν χαρούμενη και ευτυχισμένη εκεί. Αγαπούσα τον πνευματικό μου, τον ιδρυτή της κοινότητας και τις αδελφές. Επίσης τις διάφορες διακονίες που μου ανέθεταν τις έκανα ευχαρίστως. Για να μην παρεξηγηθώ: Ακόμη και σήμερα δεν τους απεχθάνομαι. Εκτιμώ την καλή θέλησή τους, το ζήλο, την προθυμία για την πλήρη αφιέρωσή τους. Εκεί έμαθα πολλά πράγματα, για τα οποία ακόμη και σήμερα τους είμαι ευγνώμων. Παρ` όλα αυτά εγκατέλειψα την κοινότητα μετά από 21 χρόνια. Γιατί;

Ενώ στην αρχή διακατεχόμουν από μοντερνισμό, οι εξελίξεις στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία με έβαλαν με την πάροδο του χρόνου σε όλο και περισσότερες σκέψεις: όλες οι πιθανές θεωρίες, τα νέα θεολογικά ρεύματα, τα οποία υποστήριζαν ότι το Άγιο Πνεύμα μας οδηγεί όλο και βαθύτερα στην αλήθεια, οι πολλές αποχωρήσεις από την εκκλησία, η έλλειψη ιερέων και η έλλειψη νέων μοναχών. Επειδή οι έφηβοι δεν πήγαιναν πια στην εκκλησία, προσπαθούσαν να το αποτρέψουν με το να πειραματίζονται με διάφορους τρόπους για να τους ξανακερδίσουν: Ροκ μουσική στη λειτουργία, ντίσκο, μεσολάβηση μέσω SMS, λειτουργίες όπου οι έφηβοι πήγαιναν με Skateboard και πατίνια στην εκκλησία και άλλα παρόμοια. Είχα την εντύπωση πως καθετί ιερό πουλιόταν και προσαρμοζόταν, μόνο και μόνο για να το παρουσιάσουν στους ανθρώπους με τον πιο ελκυστικό τρόπο. Έπεφτα σε όλο και μεγαλύτερο δίλημμα. Από τη μια γινόμουν όλο και πιο συντηρητική, διότι ήμουν πεπεισμένη πως οτιδήποτε ιερό οφείλει κανείς να το διατηρήσει ιερό. Από την άλλη η κοινότητά μας ήταν οικουμενική.

Εμπνευσμένοι από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β`, ο οποίος άρχισε να προσεύχεται μαζί με τους εκπροσώπους των διφορων θρησκειών, γράφτηκε και στη δική μας κοινότητα ο διάλογος με τις θρησκείες με κεφαλαία γράμματα. Ήμασταν ανοιχτοί σε άλλα θρησκεύματα, σε άλλες θρησκείες και πνευματικά ρεύματα -φυσικά με την ελπίδα να τους προσηλυτίσουμε στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ένας τρόπος έκφρασης αυτών ήταν η μουσική. Για παράδειγμα διαλογιζόμασταν με ειδικούς ψαλμούς που έμοιαζαν με το ινδουιστικό μάντρα (ινδουιστική προσευχή), μόνο που λέγαμε π.χ. το όνομα «Jeschuah» για να έρθουμε σε εσωτερική συγκέντρωση και ηρεμία. Κατά την ώρα των προσευχών μας ενσωματώσαμε όμως και ορθόδοξα στοιχεία, έτσι ψέλναμε π.χ. το Σάββατο βράδυ αποσπάσματα του ορθόδοξου εσπερινού σε γερμανική γλώσσα με ρωσικές μελωδίες και άλλους ορθόδοξους ψαλμούς.

Ένα από τα κύρια καθήκοντά μου στην κοινότητα ήταν η λειτουργία.

Η συνάντηση με την ορθοδοξία – ο δρόμος για το σπίτι

Το 2005 η κοινότητα γιόρτασε τα 25 χρόνια της ύπαρξής της. Με αυτή την αφορμή επιτρεπόταν σε όλα τα μέλη της κοινότητας, που δεν είχαν πάει ακόμη στα Ιεροσόλυμα, να κάνουν μία προσκυνηματική εκδρομή. Φτάσαμε στα Ιεροσόλυμα τρεις εβδομάδες πριν από το ορθόδοξο Πάσχα. Μια που ο διάλογος αποτελούσε ένα σημαντικό στοιχείο στην κοινότητά μας, συμμετείχαμε και σε λειτουργίες διάφορων θρησκευμάτων. Πήγαμε στην αρμένικη εκκλησία, στους κόπτες, στους Φραγκισκανούς, στις ρωσο-ορθόδοξες αδελφές στο μοναστήρι της Μαγδαληνής στο Όρος των Ελαιών και στην ελληνορθόδοξη λειτουργία στο Ναό της Αναστάσεως. Η ποικιλία των θρησκευμάτων στα Ιεροσόλυμα ήταν εντυπωσιακή και παντού μπορούσε κανείς να ανακαλύψει κάτι.

Την πρώτη ελληνορθόδοξη λειτουργία τη βίωσα το Πάσχα στο Ναό της Αναστάσεως. Αυτό ήταν το καθοριστικό βίωμα. Μου είναι δύσκολο να περιγράψω τι ακριβώς βίωσα εκεί. Νόμιζα ότι ήμουν στον ουρανό ή ότι ο ουρανός είχε κατέβει κάτω στη γη. Τότε δε γνώριζα ακόμη τι είναι το Χερουβικόν, όμως όταν το άκουσα για πρώτη φορά, ένιωσα μία τόσο βαθιά αυτοσυγκέντρωση και σκέφτηκα πως αυτή τη στιγμή οι άγγελοι ψέλνουν μαζί με τους ανθρώπους (αργότερα έμαθα ότι το ίδιο ένιωσαν και οι δύο πρεσβευτές του Ρώσου τσάρου, όταν βίωσαν για πρώτη φορά τη λειτουργία στην Κωνσταντινούπολη). Το βαθύτερο βίωμα ήταν μία εσωτερική γνώση, μία βεβαιότητα: ΤΩΡΑ ΕΦΤΑΣΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ! Αυτή σαν να ήταν η απάντηση στην εσωτερική μου ανησυχία. Αυτό ήταν που μου έλειπε ακόμη. Όπως είπα προηγουμένως, ήταν ένα εσωτερικό βίωμα. Τότε δε γνώριζα ακόμη πολλά για την ιστορία της εκκλησίας, το Filioque, το σχίσμα κλπ.

Αυτή τη χρονική στιγμή δεν μπορούσα και δεν ήθελα ακόμη να έρθω σε ρήξη με τον ιδρυτή της κοινότητάς μας. Πρώτα ήθελα να γνωρίσω την ορθόδοξη εκκλησία πιο βαθιά. Αυτό αρχικά θα μπορούσε να συμβεί μόνο στη λειτουργία. Ποια θα ήταν όμως η συνέχεια; Μετά τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος θα έπρεπε όλοι να αναχωρήσουμε. Και μετά…

Δόξα τω Θεώ όρισε το δρόμο μου η θεία πρόνοια!

Όπως ανέφερα προηγουμένως, το δικό μου καθήκον ήταν η λειτουργία. Έτσι στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος πήρα από τον ιδρυτή της κοινότητας την εντολή να παραμείνω, μαζί με μία άλλη αδελφή, για ένα χρόνο στα Ιεροσόλυμα και να μελετήσουμε τις διάφορες λειτουργίες. Έπρεπε να κινηθώ όπως οι μέλισσες και να μαζέψω το μέλι, δηλ. έπρεπε κάθε Κυριακή να επισκέπτομαι μία διαφορετική λειτουργία, να μαθαίνω ψαλμούς, να γράφω νότες και να βλέπω τι από αυτά θα μπορούσαμε να ενσωματώσουμε στη δική μας λειτουργία. Ήταν ένα καθήκον για την ένωση των εκκλησιών. Έτσι επισκεπτόμουν εναλλάξ τους Αρμένιους, τις ρωσο-ορθόδοξες αδελφές στο Όρος των Ελαιών και την ελληνορθόδοξη λειτουργία στο Ναό της Αναστάσεως. Εκτός από αυτά έπρεπε μία φορά την εβδομάδα να τελούμε τη θεία λειτουργία σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό και με τη συνοδεία ενός καθολικού ιερέα, με σκοπό να προσευχηθούμε για την ενότητα.

Κατά τη διάρκεια αυτού του κύκλου των λειτουργιών περίμενα πάντα την επόμενη ελληνική λειτουργία. Δόξα το Θεό ήταν εκείνο το χρονικό διάστημα ένας νεαρός ορθόδοξος διάκονος φρουρός στο Γολγοθά, ο οποίος μιλούσε πολύ καλά αγγλικά και ήταν πολύ ανοιχτός. Μπορούσα να του κάνω ερωτήσεις σχετικά με τη λειτουργία, να μάθω μερικούς ψαλμούς και να ανταλλάξουμε απόψεις σχετικά με τις διαφορές της ορθόδοξης και της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Πραγματικά του χρωστάω πάρα πάρα πολλά! Απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις μου με ατέλειωτη υπομονή και προπάντων δεν με επηρέασε ποτέ, πράγμα που ήταν πολύ σημαντικό για εμένα. Διότι αργότερα, στην αντιπαράθεση με τη «δική» μου κοινότητα, μου έλεγαν συνεχώς ότι με επηρέασαν οι ορθόδοξοι. Συνέβη όμως το ακριβώς αντίθετο! Από τη ρωμαιοκαθολική πλευρά πιέστηκα, προσπαθούσαν διαρκώς να με πείσουν ότι εδώ ήταν η πληρότητα της αλήθειας, ότι δεν μπορούσε κανείς να παραμελήσει την υπεροχή του πάπα κλπ. Από την ορθόδοξη πλευρά έπαιρνα μόνο απαντήσεις στις ερωτήσεις μου και πληροφορίες. Φυσικά όλοι ομολογούσαν ότι ήταν πεπεισμένοι πως η ορθόδοξη εκκλησία είναι η πραγματική εκκλησία του Χριστού, αλλά ποτέ κανείς δε με πίεσε να γίνω ορθόδοξη! *

Έτσι πέρασαν οι τρεις πρώτοι μήνες με τις λειτουργίες, τη μελέτη και τις ανταλλαγές απόψεων. Ήταν μία όμορφη, εντατική αλλά και πολύ δύσκολη περίοδος για μένα, διότι δεν έπρεπε να φανερώσω ότι μέσα μου μεγάλωνε όλο και περισσότερο η έλξη προς την ορθοδοξία, διαφορετικά σίγουρα θα απαιτούσαν να επιστρέψω άμεσα στη Γερμανία! Μετά από αυτούς τους τρεις μήνες παρουσιάστηκε και ένα άλλο πρόβλημα. Οι βίζες μας είχαν λήξει και έπρεπε είτε να τις ανανεώσουμε είτε να επιστρέψουμε στη Γερμανία και να ξαναέρθουμε. Το τελευταίο το φοβόμουν πολύ, διότι ήμουν σίγουρη ότι ο πνευματικός μου θα αντιλαμβανόταν αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Ένας γνωστός ορθόδοξος ιερέας με συμβούλεψε να απευθυνθώ σε έναν ορθόδοξο επίσκοπο, μήπως μπορούσε εκείνος να με βοηθήσει στην υπόθεση με τη βίζα. Πήγα και τον βρήκα, του εξήγησα τα πάντα, του διηγήθηκα επίσης και για το βίωμά μου σε εκείνη τη λειτουργία στο Ναό της Αναστάσεως το Πάσχα και ότι αναρωτιόμουν όλο και περισσότερο μήπως έπρεπε να γίνω ορθόδοξη. Εάν όμως έπρεπε να επιστρέψω στη Γερμανία, τότε αυτό θα σήμαινε «το τέλος» για μένα.

Ο επίσκοπος μου έδωσε τη σοφή συμβουλή να ομολογήσω την αλήθεια στον πνευματικό μου και ιδρυτή της κοινότητας και να παρακαλέσω να απαλλαγώ για ένα έτος από την κοινότητα με σκοπό να διαβάζω, να μελετώ, να επισκέπτομαι τη λειτουργία, να γνωρίσω την ομορφιά και το βάθος της ορθοδοξίας, αλλά όμως και τις ανθρώπινες αδυναμίες και λάθη, ώστε να μπορέσω μετά από αυτό το έτος να πάρω μία ώριμη απόφαση. Μου άρεσε αυτή η συμβουλή και έτσι έγραψα ένα γράμμα στον πνευματικό μου για να τον παρακαλέσω για αυτή την απαλλαγή. Του έγραψα ξεκάθαρα ότι δεν ήθελα να πάρω την απόφαση από μία πρώτη εντύπωση αγάπης και ενθουσιασμού, αλλά ότι χρειαζόμουν το χρόνο για τη μελέτη και την εξέταση. Αυτό το αίτημά μου απορρίφθηκε με άκρα αποφασιστικότητα.

«…Το να τίθεται το θέμα της μεταστροφής μου μετά από μία τετράμηνη παραμονή, υποδεικνύει περισσότερο την ελλιπή σταθερότητα καθολικών πεποιθήσεων παρά την καθοδήγηση του Θεού. Από καθολικής απόψεως δε γίνεται αποδεκτή η απόδειξη ότι η ορθόδοξη εκκλησία αντιπροσωπεύει περισσότερο την αλήθεια του Θεού από την καθολική εκκλησία. Εκτός από αυτό μου τόνισαν ότι στάλθηκα με μία αποστολή στα Ιεροσόλυμα και για αυτό και μόνο το λόγο δε θα μπορούσα να απαλλαγώ, για να εξετάσω ένα δικό μου θέμα.

Παρακάτω ένα ακόμη απόσπασμα από την απαντητική μου επιστολή:
«…Δεν μπορώ πια να επιστρέψω! Πρόκειται για ένα θέμα συνείδησης το οποίο πρέπει και θέλω να θέσω ενώπιον όλων. Τις μέρες που πέρασαν διάβασα το γράμμα σου πραγματικά πολλές φορές και το μελέτησα προσευχόμενη και αυτό που μου έγινε ακόμη πιο ξεκάθαρο είναι ότι «βρίσκομαι ήδη στην άλλη πλευρά». Αυτήν την περίοδο δεν υπάρχει πια επιστροφή για μένα. Αυτό δε σημαίνει ότι έχω ήδη αποφασίσει να αλλαξοπιστήσω».

«…Θα ήθελα να σε παρακαλέσω να με απαλλάξεις από την κοινότητα έτσι ώστε να εξετάσω το θέμα της μεταστροφής μου ως λαϊκή. Ό,τι αφορά την ορθοδοξία μου είχες γράψει ότι «πρέπει κανείς να βιώνει μία αγάπη και όχι να την εκμαιεύει». Δεν θα ήθελα να την εκμαιεύσω, θα ήθελα να της παραδοθώ ολοκληρωτικά. Η ορθοδοξία είναι για μένα ένας ολόκληρος κόσμος, μέσα στον οποίο θα ήθελα να εισχωρήσω ολοκληρωτικά, εάν αυτό είναι αληθές. Εν τω μεταξύ δεν αρμόζει σε μένα πια να αποσπώ μεμονωμένα λιθαράκια και να τα εμφυτεύω στο καθολικό πνεύμα και στην καθολική λειτουργία».

Σε μία άλλη απαντητική επιστολή μου δόθηκε η εντολή να επιστρέψω άμεσα στη Γερμανία για να ξεκαθαρίσω την κατάσταση επιτόπου. Αυτό βασικά δεν το ήθελα, γιατί φοβόμουν τη δική μου αδυναμία, μήπως και επηρεαζόμουν πάλι και έκανα πίσω. Δυστυχώς δεν υπήρχε δυνατότητα να ανανεωθεί η βίζα και παράλληλα με αυτό έμαθα ότι ο πνευματικός μου είχε κλείσει ήδη μία θέση, για να έρθει στα Ιεροσόλυμα και να μιλήσει μαζί μου, σε περίπτωση που δε θα πήγαινα στη Γερμανία.

Έτσι επέστρεψα, λοιπόν, στη Γερμανία στη «δική μου» κοινότητα και έκανα περισσότερες συζητήσεις με τον πνευματικό μου. Σε μία από αυτές τις συζητήσεις μου υπέδειξε ότι έπρεπε ,ως καθολική, να εξετάσω την απορία μου για το αν η ορθόδοξη εκκλησία είναι η αληθινή εκκλησία του Χριστού και ότι «δε θα μπορούσα να βρίσκομαι ήδη στην άλλη πλευρά, δηλαδή να είμαι ήδη ορθόδοξη» και να εξετάσω από εκεί εάν η καθολική εκκλησία είναι η αληθινή. Αυτό θα ήταν παράνομο. Ως καθολική θα έπρεπε να το εξετάσω από την καθολική πλευρά. Αυτό με έπεισε κατά κάποιον τρόπο, όπως επίσης και η διαβεβαίωση του πνευματικού μου ότι με τη λήξη του έτους και της αποστολής μου θα μπορούσα να εξετάσω το θέμα της ορθοδοξίας. Έτσι επέστρεψα στην υπακοή και στην πνευματική καθοδήγησή του. Ωστόσο ομολογώ ότι ήδη μία ώρα αργότερα στεκόμουν με κλάματα και επαναλάμβανα συνεχώς το εξής: «Τώρα έχασα τα πάντα»! Ο πνευματικός μου, μου επιβεβαίωνε συνεχώς ότι δεν είχα χάσει τίποτε, ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με το θέμα που με απασχολούσε, αλλά όχι τώρα. Μια που είχα επιστρέψει στην υπακοή και την πνευματική καθοδήγηση, με έστειλαν μετά από τρεις εβδομάδες ξανά πίσω στα Ιεροσόλυμα, για να συνεχίσω την αποστολή μου μέχρι την Πεντηκοστή. Τις πρώτες τρεις εβδομάδες πήγαν όλα καλά, ήμουν αποφασισμένη να εκπληρώσω την αποστολή μου και προπάντων να εξετάσω το θέμα της ορθόδοξης εκκλησίας ως καθολική -αργότερα. Όμως η καρδιά μου δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω! Μεταφορικά ένιωθα σαν έγκυος, το παιδί ήθελε να γεννηθεί -και εγώ έπρεπε αυτό να το παραμερίσω εντελώς. Αυτό για μένα έμοιαζε από θρησκευτικής απόψεως με έκτρωση! Αν είχα τουλάχιστον την άδεια να μπορώ να διαβάζω ή να ανταλλάσσω απόψεις. Όμως όλα αυτά μου τα αρνήθηκαν, το μόνο που μου επιτρεπόταν ήταν μία φορά το μήνα να παρακολουθώ τη λειτουργία. Μετά από μερικές εβδομάδες είχα γίνει μέσα μου εντελώς ράκος. Καθόμουν κλαμένη στον Άγιο Γολγοθά και δεν ήξερα πια τι έπρεπε να κάνω. Ένας ορθόδοξος μοναχός μου είπε κάποτε: «Just follow the voice of your heart» ( = «απλά ακολούθησε τη φωνή της καρδιά σου»). Βασικά η καρδιά μου ήταν ήδη ορθόδοξη.

Τα Χριστούγεννα έπρεπε πάλι να επιστρέψω εξαιτίας της βίζας στη Γερμανία. Βρισκόμουν πάλι μπροστά στο ίδιο πρόβλημα. Η καρδιά μου ήταν ήδη «στην άλλη πλευρά», αλλά αυτή τη φορά δεν ήθελα να φανερώσω τα συναισθήματά μου, διότι διαφορετικά δε θα υπήρχε επιστροφή στα Ιεροσόλυμα. Ωστόσο σε μία συζήτηση που είχα με τον πνευματικό μου, του είπα ότι ανυπομονώ να εξετάσω επιτέλους το θέμα της μεταστροφής μου. Έμεινε έκπληκτος και ομολόγησε ότι πίστευε βασικά, πως αυτό το θέμα δε θα ήταν πια επίκαιρο για μένα και ότι με την πάροδο του χρόνου θα ήταν περιττό. Μετά ανακοίνωσε επίσημα σε όλη την κοινότητα ότι σκόπευα ακόμη να εξετάσω αυτό το θέμα.

Επέστρεψα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα. Ήταν μία φρικτή περίοδος για μένα!

Μέσα μου ένιωθα ένα ράκος και ήμουν σε δίλημμα. Από τη μια μου έλεγε η καρδιά και η συνείδησή μου ότι η πληρότητα της αλήθειας βρίσκεται στην Ορθόδοξη εκκλησία και ότι εκείνη είναι η πραγματική Εκκλησία. Δεν ήταν μόνο εκείνο το πρώτο βίωμα. Εδώ ό,τι ήταν ιερό, το διατηρούσαν ακόμη ιερό, η λειτουργία ήταν κατευθυνόμενη προς το Θεό και δεν πουλιόταν στους ανθρώπους ούτε τους την παρουσίαζαν με ελκυστικό τρόπο, ήταν πάντοτε η ίδια, έτσι όπως μας τη δίδαξαν οι πατέρες μας. Η πίστη διατηρούταν, έτσι όπως μας την παρέδωσαν οι πατέρες και όπως κατατέθηκε στις επτά πρώτες συνόδους. Όχι συνεχώς νέες θεολογικές θεωρίες και λειτουργικά πειράματα. Εδώ βρισκόταν η πληρότητα της αλήθειας και η μία και γνήσια εκκλησία του Χριστού. Αυτή η βεβαιότητα μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα μου, μετά από τις πολλές συζητήσεις με το διάκονο και με μερικούς άλλους μοναχούς και μέσα από την παρακολούθηση της Θείας Λειτουργίας. Από την άλλη ένιωθα δεσμευμένη με την υπακοή, δηλαδή να μην εξετάσω τώρα αυτό το θέμα (το οποίο δεν υφίστατο πλέον ως θέμα) και να μην ανταλλάξω απόψεις με κανέναν από τα μέλη της ορθόδοξης εκκλησίας. Προς τα πού να στρέψω λοιπόν αυτήν την εσωτερική ανάγκη;!

Ο Θεός μου έστειλε και πάλι έναν βοηθό. Ήταν ένας φίλος, ρωμαιοκαθολικός θεολόγος και διάκονος, του οποίου την αγάπη για την ορθοδοξία εγώ γνώριζα. Όταν του φανέρωσα την εσωτερική μου διαμάχη ανάμεσα στη συνείδηση και την πνευματική υπακοή, μου απάντησε: «Είναι ρωμαιοκαθολικό δόγμα το να βρίσκεται η προσωπική συνείδηση πάνω από την υπακοή στα θέματα της πίστης και της εκκλησίας». Αυτό ήταν σαν μία λύτρωση για μένα! Η απόφασή μου είχε ληφθεί. Την επόμενη μέρα πήγα και βρήκα τον Πατριάρχη, του διηγήθηκα την ιστορία μου και του φανέρωσα την επιθυμία μου να γίνω ορθόδοξη. Πήρε το σκοπό μου στα σοβαρά και με παρέπεμψε σε έναν μοναχό, ο οποίος θα μου έκανε κατήχηση. Αυτό συνέβη μία εβδομάδα πριν από την αρχή της νηστείας, δηλ. περίπου ένα χρόνο μετά την άφιξή μου στα Ιεροσόλυμα.

Σε ένα επόμενο γράμμα μου ανακοίνωσα την απόφασή μου στον πνευματικό μου και στην κοινότητα. Φυσικά δεν την αποδέχτηκαν. Ο πνευματικός μου απαίτησε να επιστρέψω άμεσα στην τέλεια υπακοή-μια που δε θα επρόκειτο για ένα θέμα συνείδησης-, να μην επιχειρήσω περαιτέρω βήματα και από αυτή τη στιγμή να διακόψω αμέσως κάθε επαφή και κατήχηση που προέρχεται από την ορθόδοξη πλευρά, μέχρι να έρθει ο ίδιος στα Ιεροσόλυμα. Ωστόσο αυτή τη φορά είχα πάρει την απόφασή μου, που ήταν οριστική και δεν ήθελα να την επανεξετάσω. Έγραψα ένα τελευταίο γράμμα στον πνευματικό μου και εγκατέλειψα την κοινότητα λίγες μέρες πριν από την άφιξή του. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα διάθεση να έρθω σε έναν ακόμη διαξιφισμό με τον πνευματικό μου ούτε έβλεπα και κάποια προοπτική σε αυτό: Η κοινότητα ήθελε να υπηρετεί την οικουμένη -εγώ δεν έβλεπα καμία προοπτική για την ένωση των λεγομένων «αδελφών εκκλησιών». Ή ΝΑ ΠΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΗ ΟΤΙ ΓΙΑ ΤΗ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Όλα τα άλλα αποτελούν ένα τεχνητό, ανθρώπινο σχήμα. Πόσο λυτρωτικό είναι να συμμετέχει κανείς σε μία ορθόδοξη λειτουργία και να γνωρίζει ότι είναι αμετάβλητη και όχι όπως στην καθολική λειτουργία, να πρέπει να φοβάται με ποιο πράγμα θα βρίσκεται πάλι αντιμέτωπος αυτή τη φορά. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι πολλοί ορθόδοξοι άνθρωποι δε γνωρίζουν καν πόσος πνευματικός πλούτος και τι θησαυρός τους έχει δοθεί, πόσο ευγνώμονες θα πρέπει να είμαστε για αυτό στο Θεό και πόσο υπεύθυνοι πρέπει να νιώθουμε στο να τον διαφυλάξουμε!

Εγκατέλειψα λοιπόν την κοινότητα. Και τώρα; Ούτε χρήματα ούτε σπίτι. Πού να πάω; Ήταν καταπληκτικό το πόση βοήθεια έλαβα, τόσο από πνευματικής όσο και από οικονομικής απόψεως. Μια που η βίζα μου είχε λήξει για άλλη μια φορά, μου πρότειναν να πάω για τρεις εβδομάδες σε ένα μεγάλο μοναστήρι στην Ελλάδα, για να γνωρίσω από κοντά τη μοναστική ζωή και μετά να επιστρέψω πάλι. Όταν επέστρεψα μία εβδομάδα μετά το Πάσχα δεν είχε βρεθεί δυστυχώς ακόμη ένα σπίτι για μένα στα Ιεροσόλυμα. Μου δόθηκε μία ευκαιρία στο μοναστήρι του Αγίου Γεράσιμου στην έρημο του Ιορδάνη. Εκεί όμως δεν ήθελα να πάω σε καμία περίπτωση! Ήθελα να παραμείνω στα Ιεροσόλυμα, τώρα που επιτέλους ήμουν ελεύθερη και μπορούσα να ανταλλάξω απόψεις με όποιον ήθελα! Ευτυχώς τελικά συμφώνησα, αλλά όμως μόνο για μία εβδομάδα, μέχρι να μου έβρισκαν σπίτι στα Ιεροσόλυμα. Μετά από μία εβδομάδα μου άρεσε εκεί στην έρημο τόσο πολύ, που παρακάλεσα να μείνω άλλη μία εβδομάδα. Μου το ενέκριναν. Μετά την αποχώρησή μου από την κοινότητα υπέφερα τις νύχτες από φρικτούς εφιάλτες. Στα όνειρά μου βρισκόμουν πάντα αντιμέτωπη με την κοινότητα. Με προειδοποίησαν για το τι θα πάθαινα, εάν εγκατέλειπα την κοινότητα και “αλλαξοπιστούσα”. Αυτά τα λόγια με παρακολουθούσαν σαν σκοτεινές προφητείες συνήθως τις νύχτες, έτσι ώστε να ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα και με κλάματα. Μετά από αυτήν την πνευματική σφαγή το μοναστήρι του Αγίου Γεράσιμου υπήρξε για μένα ο πρώτος τόπος, στον οποίο η ψυχή μου βρήκε ηρεμία και ειρήνη. Μετά από άλλη μία εβδομάδα, με βαριά καρδιά έκανα τη σκέψη να εγκαταλείψω πάλι αυτόν τον τόπο και έτσι παρακάλεσα να μου επιτραπεί να μείνω άλλη μία εβδομάδα. Πάνω σε αυτό ο Γέροντας Χρυσόστομος, ο ηγούμενος, μου είπε ότι μπορούσα να μείνω όσο ήθελα. Εγκάρδια επιθυμία μου και παράκλησή μου ήταν να βαπτιστώ και ο Γέροντας Χρυσόστομος δέχτηκε αυτή την επιθυμία μου με ευχαρίστηση. Την παραμονή της γιορτής του Αγίου Αποστόλου Ιούδα του Θαδδαίου με βάφτισε και μου έδωσε το όνομα Ματθαία, κατά τον απόστολο και ευαγγελιστή Ματθαίο (βασικά ήθελε να με βαφτίσει στο όνομα Μαριάμ, αλλά λίγο πριν τη βάπτιση, άκουσε μέσα του ξεκάθαρα μία φωνή να του λέει: «όχι Μαριάμ, Ματθαία». Μετά τη βάφτιση με ρώτησε ο Γέροντας, εάν είχε κάποια σημασία για μένα ο Άγιος Ματθαίος και εγώ του διηγήθηκα για το βίωμά μου εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή, όταν άκουσα το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο και είπα ότι θέλω να γίνω μία απάντηση στην αγάπη του Χριστού.

Τη νύχτα την πέρασα προσευχόμενη στην εκκλησία και την επόμενη μέρα, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, έλαβα τη Μοναχική Κουρά από τον Γέροντα. Αυτές οι δύο μέρες ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. «Επιτέλους έφτασες στο σπίτι σου».

Αυτό το μοναστήρι έγινε η πατρίδα μου. Και στο εξής, ναι μεν διατελώ το διακόνημά μου στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, αλλά επιστρέφω εδώ κάθε Σαββατοκύριακο.

Εν τω μεταξύ πέρασαν τρία χρόνια και όπως τότε έτσι και τώρα, ευχαριστώ το Θεό κάθε μέρα, που με οδήγησε στην Εκκλησία Του και μου χάρισε την ευλογία της Βαπτίσεως.

Μοναχή Matthaia Osswald, Γερμανία



<>






Συνέντευξη με τον π. Symeon de la Jara τον Αγιορείτη Ιερομόναχο ποιητή από το Περού - Κάθε άνθρωπος έχει ένα μονοπάτι

«Παιδί μου, όταν μεγαλώσεις δεν θα μείνεις κοντά μου. Θα φύγεις πολύ μακριά, σε μια χώρα όπου υπάρχει κάτι σαν ένα νησί, το οποίο κατοικούν άνθρωποι της μοναξιάς, που συνέχεια προσεύχονται και σπάνια βγαίνουν στον κόσμο». Tο παιδί έγειρε το κεφάλι στα γόνατα της μητέρας του ακούγοντάς την, καθώς ο ήλιος έδυε στη Λίμα του Περού.

Mεγαλώνοντας, η φιλομάθεια, η αναζήτηση και μια εσωτερική δύναμη σαν τον άνεμο ώθησαν τον ιερομόναχο Συμεών να ταξιδέψει σ᾿ όλο τον κόσμο. Στο Παρίσι ένας ορθόδοξος μοναχός του είπε: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός κατά χάριν και μετοχήν· όπως το σίδερο που πυρώνεται γίνεται φωτιά». Eτσι, ο επόμενος σταθμός ήταν το Άγιον Όρος, που τον «κέρδισε», ρίζωσε και το αγάπησε· όπως και την ποίηση, την ελληνική γλώσσα και την Eλλάδα.

Mέσα στη ζέστη του Iουλίου, ελαφριά αύρα με δρόσιζε καθώς περπατούσα προς το Kελί του Tιμίου Σταυρού, όπου στην ησυχία του κατοικεί. Διέσχισα την αυλή περπατώντας από πέτρα σε πέτρα, όπως αργότερα ο παπα-Συμεών, ευγενικός και βαθυστόχαστος, μοίρασε, με θαυμαστά ελληνικά, τη σκέψη του από απάντηση σε απάντηση, έπειτα από δώδεκα έτη σιωπής.

«Kάθε άνθρωπος έχει ένα μονοπάτι…»

-Tο Άγιον Ορος διασχίζεται από δρόμους, αλλά και μονοπάτια· τι προτιμάτε;

-Aναμφισβήτητα, τα μονοπάτια, αλλά χρησιμοποιώ αφειδώς και τους δρόμους. Tα μονοπάτια κρύβουν ένα μυστήριο. Προσφέρουν σκιά, έχουν ξέφωτα και σου προκαλούν τη λαχτάρα για αναπάντεχες συναντήσεις· όπως με μια πέτρα καλυμμένη με βρύα, μ᾿ ένα σπάνιο είδος κάμπιας και με τόσο άλλα, που άδηλα ίσως, μπορεί ν᾿ αναμένει η επιθυμία σου. Eπιπλέον, δεν σκονίζεσαι. Aλλωστε, κάθε άνθρωπος έχει το δικό του δρόμο ή μονοπάτι στον κόσμο τούτο.

-Ο μοναχισμός είναι δρόμος ή μονοπάτι;

-Στενή οδός. Aυτός είναι ο χαρακτήρας όλων των οδών που άγουν στη Bασιλεία του Θεού. Kαι ο μοναχισμός αποτελεί μία οδό έτη περισσότερο στενή, γιατί προορίζεται για έναν. Γι᾿ αυτόν που βαδίζει μόνος προς μόνον. Mονο-πάτι.

-Eνώ η ποίηση;

-Kαι αυτή μονοπάτι. Δρόμος μοναχικότατος. Aνεξήγητη κλίσις. Δεν μπορείς να εξηγήσεις γιατί έχεις αυτήν την ανάγκη να φιλοτεχνείς· αλλά είναι ζωτική ανάγκη.

-Σχετίζονται τα δύο αυτά μονοπάτια;

-Ο μοναχισμός δεν οδηγεί στη Bασιλεία του Θεού από μόνος του, παρ᾿ εκτός αν βιώνεται ως μετάνοια μέχρι τελευταίας αναπνοής· δηλαδή, γυρνώντας το νου προς το Θεό, το λόγο του Θεού. Tο ίδιο και η ποίηση. Aλλωστε, και τα δύο έχουν να κάνουν με το λόγο, τη βίωσή του και την έκφρασή του. Kάθε χριστιανός προτρέπεται να διακρίνει «παν ρήμα αργό» από το έγκαιρο. Οποιος ασχολείται με το λόγο ασχολείται και με τη σιωπή.

-Tηρείται η σιωπή από τους σημερινούς πνευματικούς ανθρώπους;

-Δεν έχουμε μάθει να σιωπούμε όταν γράφουμε. Φωνάζουμε πολύ. Η ποίηση, όπως και ο μοναχισμός, έχει να κάνει με την πειθαρχία. Aπό τους περιορισμούς γεννιέται η τέχνη. Aπό τις πολλές ελευθερίες πεθαίνει. Aς έχουμε, όμως, υπ᾿ όψιν ότι ο μοναχισμός είναι η τέχνη των τεχνών.

-Πώς συναντιέται ο ποιητής με το μοναχό μέσα σας;

-Iσως μπορώ να σου απαντήσω μ᾿ ένα ποίημα, της επόμενης συλλογής μου: «Aναζητώντας τον μοναχό ορθόδοξο Συμεών του Aγίου Ορους».

Mοναχός μένει
ευωδιαστό χόρτο
ήσυχη πόρτα
ανάλαφρος αέρας
μόνοι συναντιόμαστε

-Η ποίηση είναι «ψαύση θανάτου»;

-Nαι, γιατί είναι ψαύση ζωής. Οταν πεθαίνεις ζεις. Aυτό έχει να κάνει με το μυστήριο του Σταυρού.

-Kαι στον πρόλογο της ποιητικής σας συλλογής «Συμεών Mνήμα», αναφέρεστε στη ζωοποιό νέκρωση.

-Eίναι η διαδικασία του αγιασμού. Οσο πεθαίνει το σαρκικό φρόνημα – δηλαδή το φρόνημα το κτητικό, που παραμένει μόνο στο κατ᾿ αίσθηση και όχι δι᾿ αυτής, πέρα απ᾿ αυτή – τόσο σου χαρίζεται η ζωή, ο ίδιος ο Λόγος που είναι πανδαισία, απόλαυση, χαρά, τρυφή. Eνώ το φρόνημα της σαρκός είναι να λατρεύεις το κτίσμα αντί του κτίσαντος.

-Στο άλλο σας βιβλίο «Nηφάλιος Mέθη», τονίζετε πως με τη νέκρωση της σάρκας ενδυναμώνεται ο έρωτας.

-Οσο πεθαίνει το σαρκικό φρόνημα τόσο ενδυναμώνεται ο έρωτας για το Θεό μέσα σου· και αντίστροφα. Διά της μεταβολής ολόκληρου του ανθρώπου, του σώματος και της ψυχής του, η οποία αποτελείται από το λογικό, την επιθυμία και το θυμό. Eτσι ο σαρκικός έρωτας γίνεται θείος. Ομως αυτό δεν το κατορθώνεις εσύ. Aλλος ενεργεί, άλλος σε μεταμορφώνει, άλλος σε σώζει. Aλλά ας μη μιλήσω εγώ -που, μάλλον, βρίσκομαι στο σκοτάδι- για πράγματα τόσο λεπτά, για τα οποία έχουν μιλήσει οι άγιοι πατέρες της Eκκλησίας μας πολύ σαφέστερα.

-Στα ποιήματά σας σπανίως χρησιμοποιείτε ρήματα.

-Nαι, ιδίως παλαιότερα. Aλλά δεν είναι εκεί το θέμα· είναι, μάλλον, στη σωστή αρχιτεκτονική του κειμένου, η οποία δηλώνει ρυθμό, ευρυθμία. Aυτό έχει να κάνει με την έμπνευση και την τεχνική του λόγου.

-Eπίσης, λείπει η έντονη παρουσία του εγώ. Mια ήρεμη δύναμη ωθεί τον ποιητικό σας λόγο.

-Δεν επιδιώκω την προβολή του εγώ μου και μακάρι να το καταφέρνω. Tα πράγματα, όμως, περνάνε από την ψυχή μου και δημιουργώ – ας μου επιτραπεί η λέξη. Ο λόγος μου δεν είναι «εξπρεσιονιστικός», τουλάχιστον αυτό επιδιώκω. Aπό τον «εξπρεσιονισμό» πάσχει γενικά όλη η σημερινή τέχνη και μάλιστα εδώ στον τόπο μας. Eίναι τόσο ξένος προς τη δική μας παράδοση κι επίσης προς κάθε παράδοση οποιουδήποτε όντως πολιτισμένου λαού.

-Aυτή η δύναμη καθορίζει και τη ζωή σας;

-Mάλλον· είναι ήρεμη και αποφασιστική· με στόχο, εύτοξη και φτερωτή· ευλογημένη ως βροχή και αύρα λεπτή. M᾿ αυτή τη δύναμη έφυγα μικρός από την πατρίδα μου και πορεύομαι και ρέει όσο σβήνεται το εγώ. Aς μου δώσει ο Kύριος αίσιον τέλος. Nτρέπομαι κι ελπίζω.

«Eνα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ»

-Tο σπίτι σας, όπως και τα ποιήματά σας, έχει θέα στη θάλασσα. Πώς καθρεφτίζεται η θάλασσα στον ψυχισμό σας;

-Ως υγρό στοιχείο, γαλανό, οινωπό, φωσφορίζον, ιριδίζον, πολύχρωμο, κυματώδες, ήσυχο, ανήσυχο, αλμυρό, ζωογόνο, δροσερό, θερμό, διάφανο, αφρώδες και κρημνώδες ως βουνό. Ομως δεν ξέρω αν «καθρεφτίζεται», αισθάνομαι πως υπάρχει μέσα μου. Aλλά δεν έχει θέα μόνο προς αυτήν, απολαμβάνω επίσης τον ουρανό με τα σύννεφα, τον ήλιο, τη σελήνη και τ᾿ άστρα· τη γη, το δάσος και τα όρη, με τα ζώα, τα φυτά και τα βράχια. Eίναι όλα αυτά ένα εκθαμβωτικό, ελπιδοφόρο, μυστικό ραβασάκι.

-Γιατί το χαρακτηρίζετε ραβασάκι;

-Eίναι μια ερωτική επιστολή που σου αφήνει ο Θεός, ο Aγαπημένος, για να ῾ρθεις κοντά του, πολύ κοντά του.

-Παρατήρησα ότι σε κανένα ποίημα δεν βάζετε τελεία.

Θα βάραινε το ποίημα, άλλωστε ποτέ δεν τελειώνει. Eχει συνήθως πολλές αναγνώσεις και οπτικές γωνίες, όπως τα διαμάντια.

-Οι γονείς σας -αναπαυμένοι από χρόνια- σας «επισκέπτονται»;

-Eίναι πάντα στην καρδιά μου. Tους αγαπούσα και τους αγαπώ πολύ. Ο Θεός να τους αναπαύσει. M᾿ επηρέασαν χωρίς να μου επιβληθούν. Tρυφερά σεβόμενοι το παιδί τους κι εμπιστεύοντάς το στο Θεό, μου μετέδιδαν την αίσθηση ότι δεν ήμουνα δικό τους παιδί, αλλά παιδί του Θεού. Hτανε ωραίοι άνθρωποι με ευγενικά αισθήματα. Η μητέρα μου έγινε Ορθόδοξη. Σ᾿ ένα ρυάκι στις παρυφές των Aνδεων βαπτίστηκε, με το όνομα Eλευθερία, από μένα τον ανάξιο αλλά και νέο ιερέα.

-Σε μια ομιλία σας, το 1984, λέγατε ότι ο άνθρωπος δίχως σταυρό κατακρημνίζεται στη γοητεία της αβύσσου.

-Aυτή είναι η τραγωδία του σημερινού κόσμου, ιδίως της σύγχρονης Eλλάδος. Aυτό που έδινε ευγένεια και διαμόρφωσε έναν πολιτισμό σ᾿ αυτόν το λαό ήτανε ο Σταυρός του Xριστού. Tον αποβάλαμε κι έχουμε το σημερινό μπάχαλο -ας μου επιτραπεί η λέξη- τη σημερινή βαρβαρότητα, τον εκφυλισμό, όπως και τη χρεοκοπία του ουμανιστικού πολιτισμού που αφρόνως τον προτιμήσαμε. Eυτυχώς, παρ᾿ όλα αυτά, ακόμα έχουμε εδώ πραγματικό λαό, λαόν Kυρίου· που δεν είναι πάντα αυτοί που φαίνονται.

-Tι σημαίνει ο σταυρός για την Eλλάδα;

-Ο σταυρός είναι η ταυτότητα του ελληνικού λαού. Tο δηλώνει και η σημαία του. Mόνο ο σταυρός -ως βίωμα, υπαρξιακή αναφορά, νέκρωση του εγώ και προϋπόθεση της ανάστασης του νέου ανθρώπου και όχι ως σύμβαση και διακοσμητικό στοιχείο- ανοίγει και μαλακώνει την καρδιά μας με την αγάπη, που είναι ο Xριστός, η αστραπή της θεότητος. Eτσι μας επιτρέπει να συγχωρούμε τους πάντες και μεταβάλλει την αγριότητά μας σ᾿ ευγένεια. Aυτά τα λέω πέρα από κάθε εθνικισμό και φανατισμό, που άλλωστε δεν μου ταιριάζουν. Tα λέω, όμως, με πολύ πόνο γι᾿ αυτή τη χώρα και αυτόν το λαό που υπεραγαπώ.

-Aυτές τις μέρες μάλιστα έχει τη δυνατότητα να επισκεφθεί την έκθεση με τα Kειμήλια του Aγίου Ορους.

Aυτά τα έργα συνεχίζουν σιωπηλά τον ευαγγελισμό του κόσμου. Eυαγγελισμός που φέρνει για τους «χρείαν έχουν» την ελπίδα και την παρηγοριά.

-Ο Pεμπό -που βλέπω σε σχέδιο στον τοίχο σας- έγραψε: «Θέλω να κλείσω την αλήθεια σε μια ψυχή και σ᾿ ένα σώμα».

-Tο ζωγράφισα πριν από δέκα χρόνια σε μια στιγμή οδύνης. Eίδες, έχει αρχαγγελική όψη, ενώ συνήθως ως χαμίνι δείχνει. M᾿ επηρέασε στην εφηβική μου ηλικία. Θεωρείται ο πρίγκιπας των νέων ποιητών. Aκολούθησε και αυτός το δρόμο του και λέει ότι θέλει να κλείσει την αλήθεια σε μια ψυχή και σ᾿ ένα σώμα. Aυτό δεν ζητάμε κι εμείς οι χριστιανοί; Οσο μπορούμε να χωράμε τον αχώρητο.



<>







Η Ορθόδοξη Βάπτιση ενός πρώην Ρωμαιοκαθολικού από τον Άγιο Ιάκωβο Τσαλίκη της Εύβοιας (+1991)

Περίπου το 1990 ένας Ρωμαιοκαθολικός φαρμακοποιός από τον Βόλο, είχε κατηχηθεί και ήθελε να βαπτισθεί Ορθόδοξος, στο Μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ της Εύβοιας, από τον Άγιο Ιάκωβο Τσαλίκη (+1991), την Πεντηκοστή.

Ολα ήταν έτοιμα και από το Σάββατο είχαν έλθει ο ανάδοχος και ο υποψήφιος προς Bάπτιση. Την Κυριακή και κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, μπαίνει ο ανάδοχος στο Ιερό την ώρα που λειτουργούσε ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης και του λέει ότι ο υποψήφιος για τη Βάπτιση , ο οποίος παρακαλούσε πολύ καιρό για να βαπτισθεί, πήρε την απόφαση να μη βαπτισθεί και έφυγε, φεύγει για τον Βόλο.

“Μη στενοχωρείσαι, παιδί μου”, του λέει ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης, “σε 20 λεπτά, θα είναι εδώ”.

Ο άνθρωπος , είχε φτάσει στον Αγιόκαμπο και είχε βγάλει εισιτήριο για να περάσει απέναντι και την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στο καράβι κάτω από την δύναμη της προσευχής του Αγίου Ιακώβου Τσαλίκη και από την Χάρη του Θεού, πράγματι, γύρισε πίσω σε 20 λεπτά με σφοδρή την επιθυμία να βαπτισθεί.

Η απόσταση από τον Αγιόκαμπο στο Μοναστήρι είναι τουλάχιστον πενήντα λεπτά αλλά αυτός χωρίς να τρέχει (και με 200 να πηγαίνεις είναι αδύνατο να φτάσεις σε 20 λεπτά) έφτασε σε 20 λεπτά στο Μοναστήρι.

Εγινε η βάπτιση και έλαμπε ολόκληρος και το παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπη —γιατί εκεί έγινε η βάπτιση—, ευωδίαζε επί μία εβδομάδα.





<>




Ο Αριστοτέλης και ο π. Symeon de la Jara ο Αγιορείτης ποιητής από το Περού - Ο MARIO VARGAS LLOSA ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ

Υπάρχουν ακόμη εξαιρετικοί άνθρωποι και με τις δύο έννοιες του όρου; Ναι. Ενας από αυτούς μάλιστα φορά ράσα και οραματίζεται την επόμενη περιπέτεια που θα ζήσει. Ο λόγος, για τον ιερομόναχο πατέρα Συμεών ντε λα Χάρα (Fr. Symeon de la Jara), έναν αναχωρητή ποιητή, συγγραφέα και ζωγράφο, τον κατά κόσμο Μιγκέλ Ανχελ ντε λα Χάρα, ο οποίος ζει, όταν δεν ταξιδεύει στην Κίνα, την Αιθιοπία και αλλού, στο Αγιον Ορος. Τον συνάντησε πρόσφατα ο συμπατριώτης του, ο γνωστός Περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Γιόσα, στην Ελλάδα, σε ένα συνέδριο που έγινε στην Ουρανούπολη με θέμα: «Η τραγωδία τότε και τώρα: από τον Αριστοτέλη στην τρίτη χιλιετία».

«Είναι ένας άνδρας 52 ετών -περιγράφει ο Βάργκας Γιόσα με μεγάλη ευαισθησία το συμπατριώτη του- με μακριά γενειάδα και γκρίζα μαλλιά, ανοιχτόχρωμα μάτια και μακριά χέρια που κινούνται, καθώς μιλάει, με την ίδια κομψότητα με την οποία φορά το εντυπωσιακό του ράσο, ενώ στο πέρασμά του συγκεντρώνει τα βλέμματα όλων. Πράγματι, οι Ελληνες που βρίσκονται εδώ, τον περιτριγυρίζουν, τον ακολουθούν, τον πλησιάζουν με μια διάχυτη περιέργεια την οποία φαίνεται να αντιμετωπίζει με κάποια δυσκολία. Είναι προσηνής, ευγενικός και μιλά αργά, σαν να αγωνίζεται ενάντια στο θόρυβο που προκαλούν τόσες φωνές, τόσος κόσμος, τόση κυκλοφορία, σε αντίθεση με τη σιωπή και την ηρεμία της σκήτης του που βρίσκεται σε μια πλαγιά κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα. Εκεί προσεύχεται, γράφει και ζωγραφίζει από το 1987, όταν έφυγε από το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στην Εύβοια για να ζήσει ως αναχωρητής στο Αγιον Ορος».

Οπως αναλύει λεπτομερώς στο άρθρο του ο Βάργκας Γιόσα, ο Μιγκέλ Ανχελ ντε λα Χάρα προέρχεται από μια «καλή» οικογένεια της Λίμας του Περού, πολλά μέλη της οποίας είναι γνωστοί νομικοί και πολιτικοί. Οι γονείς του, εξαιρετικά προοδευτικοί, όταν στη δεκαετία του ’60 ο γιος τους -εξαιρετικός μαθητής- τους ανακοίνωσε πως δεν θα δώσει εξετάσεις απολυτηρίου «για να μη συμβιβαστεί με το «establishment», αντί να προκαλέσουν μια ελληνική τραγωδία στο σπίτι, αποδέχθηκαν την απόφασή του.

«Από τότε ο Μιγκέλ Ανχελ, ο μετέπειτα ιερομόναχος Συμεών, ένας νεαρός επαναστάτης και ονειροπόλος, έγινε ο πρώτος Περουβιανός χίπι. Διάβαζε σουρεαλιστές και Ρεμπό, μελετούσε το βουδισμό και τον ταοϊσμό και άφηνε τα μαλλιά του μακριά μέχρι τους ώμους. Έπειτα από επίθεση που δέχθηκε λόγω της εμφάνισής του από κάποιον νεαρό, πράξη που του κόστισε την εισαγωγή του σε νοσοκομείο και αμνησία για κάποιο διάστημα, οι συνετοί γονείς του τον έστειλαν στο εξωτερικό. Πήγε στο Λονδίνο και μετά στο Παρίσι και φυσικά αργότερα στην Ινδία και το Νεπάλ, έκανε γιόγκα, μελέτησε το βουδισμό και τον ινδουισμό, αλλά δεν έμεινε εκεί γιατί, όπως λέει ο ίδιος, το θέαμα της διαρκούς αθλιότητας στους δρόμους τού προκάλεσε πρόβλημα στο νευρικό του σύστημα.

Ξαναγυρίζει έτσι στο Παρίσι, εγκαθίσταται στο Καρτιέ Λατέν και αρχίζει να μαθαίνει κινέζικα, όταν μια μέρα σε ένα μικρό εστιατόριο εντυπωσιάζεται από έναν κληρικό με φαρδιά ράσα που έτρωγε μόνος του. Ηταν ένας ελληνορθόδοξος μοναχός, ελβετικής καταγωγής, και που η φιλία τους θα άλλαζε ριζικά τη ζωή του. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει Θεός». Αυτή η φράση που του είπε στην πρώτη τους συζήτηση παραμένει ακόμη ζωντανή στη μνήμη του, μετά από τριάντα χρόνια. Η πρώτη συνέπεια αυτής της νέας φιλίας ήταν ότι ο Μιγκέλ Ανχελ αντικατέστησε την εκμάθηση των κινέζικων με την αγιογραφία και άρχισε να ζωγραφίζει εικόνες στο ατελιέ του Λεονίντ Ουσπένσκι και να μελετά συγχρόνως θεολόγους και μυστικιστές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1972, ύστερα από ένα ταξίδι του στη Σερβία και την Ελλάδα, ασπάστηκε την ορθοδοξία και τον επόμενο χρόνο αποφάσισε να αφοσιωθεί στην Εκκλησία. Εγινε δεκτός στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στην Εύβοια σε ηλικία 22 ετών χωρίς να μιλά λέξη ελληνικά.

«Ηταν μια πολύ όμορφη εμπειρία», μου εκμυστηρεύτηκε. «Από την πρώτη μέρα στο μοναστήρι κατάλαβα πως επιτέλους είχα βρει αυτό που αναζητούσα». Οχι μόνο στη θρησκεία, αλλά και στην κουλτούρα και την ελληνική γλώσσα, που διαμόρφωσαν το πνεύμα και την προσωπικότητά του. Οταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όλη η κοινότητα των μοναχών του Αγίου Γεωργίου μεταφέρθηκε στο Άγιον Όρος, ο πατέρας Συμεών ήξερε να διαβάζει και να γράφει ελληνικά και είχε ήδη αρχίσει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα σ’ αυτή τη γλώσσα. Στα δεκατρία χρόνια που έμεινε στο μοναστήρι του Οσίου Γρηγορίου στο Αγιον Ορος χειροτονήθηκε ιερέας και το πνευματικό και θεολογικό του έργο άφησε τα ίχνη του στην κοινότητα, ενώ από το 1983 βγαίνει από την Ελλάδα για να δώσει διαλέξεις για την Ορθοδοξία και το Άγιον Όρος. Μία από αυτές μάλιστα στην έδρα του ΝΑΤΟ!

Σ’ αυτήν τη δεκαετία δημοσιεύονται τα πρώτα του θρησκευτικά δοκίμια και τα ποιήματά του. Το τελευταίο «Με ιμάτιον μέλαν» (εκδόσεις Αγρα) περιέχει και χαρακτικά του, μια τέχνη με την οποία ασχολούνταν όταν ήταν νέος στη Λίμα και ξανάπιασε όταν αποσύρθηκε από το μοναστήρι, το 1987, στη σκήτη όπου ζει μέχρι τώρα. Στη διάλεξή του, στα ελληνικά, ο πατέρας Συμεών εξηγεί πως γι’ αυτόν το να γράφει είναι ένας τρόπος να ζει πιο βαθιά τη φύση που τον περιβάλλει στα βουνά και ένας τρόπος να προσεύχεται και να βρίσκει στιγμιαία λύτρωση και παρηγοριά, ενώ συνέκρινε την ασκητική με την αριστοτελική περιγραφή της κάθαρσης (…). Ο πατέρας Συμεών φαίνεται να είναι μια από τις σπάνιες εξαιρέσεις του ανθρώπινου είδους, ικανού να αλλάξει τη ζωή του όσες φορές χρειάζεται, ακόμη και τώρα. Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Για να μη φθαρεί από τη ρουτίνα και να μη μετατραπεί σε άγαλμα. Για να συνεχίσει να εξερευνά τις απεριόριστες δυνατότητες του κόσμου και της ζωής μέχρι την τελευταία του πνοή, με αυτήν τη χαρωπή περιέργεια με την οποία με ρωτά για τα πάντα που ξέρω και δεν ξέρω (…).

Γιατί με εντυπωσίασε τόσο η γνωριμία μου με τον πατέρα Συμεών ώστε όταν αποχαιρετιστήκαμε να έχω την εντύπωση πως αποχωρίζομαι έναν παλιό και αγαπημένο φίλο; Πρώτα πρώτα για την ανθρωπιά του και επιπλέον γιατί η περίπτωσή του είναι μια απόδειξη πως η τέλεια βιωμένη ελευθερία μπορεί να απελευθερώσει ένα ανθρώπινο ον από όλους τους περιορισμούς -θρησκεία, πατρίδα, κουλτούρα, γλώσσα, έθιμα- που για τους κοινούς πολίτες λειτουργούν στην πράξη σαν τόσους άλλους τόπους συγκέντρωσης, και να τους αντικαταστήσει με άλλους, ελεύθερα επιλεγμένους, σύμφωνα με τις επιθυμίες του και τα όνειρά του. Παραμένω αγνωστικιστής, οι θρησκευτικές αντιλήψεις με αφήνουν αδιάφορο. Αλλά το να περιορίσω την ιστορία του πατέρα Συμεών σε μια απλή αλλαγή πίστης θα ήταν αφύσικο. Η ιστορία του είναι αυτή ενός αποπροσανατολισμένου νέου χίπι που με θάρρος, ευαισθησία και επιμονή στάθηκε ικανός να αρνηθεί όλες τις εκδοχές της εποχής του, της οικογένειάς του, και της χώρας του και να κατασκευάσει έναν κόσμο στα δικά του μέτρα, με δικό του προορισμό, να φτιάξει μια ζωή που την εμπλούτισε ο ίδιος στη γη του Αριστοτέλη!».

Ἀπό: Βίκη Τσιόρου, Εφημ. Ελευθεροτυπία, 19 Οκτωβρίου 2002


<>









Η μεταστροφή μίας Ρωμαιοκαθολικής Ελληνικής οικογένειας στην Ορθοδοξία


Μετά φόβου Θεού αλλά και με θερμή παράκληση προς τον Θεό να με φωτίσει να εκφράσω σωστά το πιο σημαντικό βίωμα μου˙ τη μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία.
Ο παππούς μου, Ιταλός στην καταγωγή, από την Σικελία και αρχιτέκτονας στο επάγγελμα βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Σουλτάνος τον έστειλε στη Θεσσαλονίκη για να κτίσει δημόσια κτήρια. Στη Θεσσαλονίκη, η οποία ανήκε τότε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έζησε έως το τέλος της ζωής του. Ένα από τα οκτώ παιδιά του ήταν ο πατέρας μου. Κι εγώ γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασα και δημιούργησα οικογένεια. Από παιδί προσπαθούσα να ανταποκρίνομαι στα θρησκευτικά μου καθήκοντα.
Καθώς φοιτούσα στο γαλλικό σχολείο Δελασάλ, η κατήχηση ήταν απαραίτητη, διότι την επιμέλεια του σχολείου την είχαν μοναχοί καθολικοί. Κάποια ημέρα κατέφθασε ένας καθολικός ιερέας και έκανε συζήτηση με έφηβους καθολικούς.
Κάλεσαν κι εμένα. Κατά τη συζήτηση με ρώτησε αν θέλω να γίνω ιερέας. Απάντησα αρνητικά. Παρόλο πού με συγκίνησε η πρόταση, αρνήθηκα.
Σπούδασα ιατρική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και νυμφεύτηκα Ελληνίδα ορθόδοξη.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε προστριβές εξαιτίας της διαφορετικότητάς μας στο δόγμα. Μετά τον γάμο βρεθήκαμε στην Ελβετία, όπου άνοιξα ιατρείο. Εκεί αποκτήσαμε δύο κόρες οι οποίες βαπτίστηκαν καθολικές. Συνολικά ζήσαμε στην Ελβετία ένδεκα χρόνια. Αποτέλεσμα της διαμονής μας στην Ελβετία ήταν να χαλαρώσουμε κάπως στα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός όμως μας λυπήθηκε, μας κάλεσε κοντά Του, και μας υπενθύμισε ότι δίχως αγώνα θα μείνουμε εκτός νυμφώνος. Αλλά πως μας κάλεσε, ας με φωτίσει ο Πανάγαθος, να σας το μεταφέρω σωστά στη συνέχεια.
Έπειτα από ένδεκα χρόνια ξενιτειάς επιστρέψαμε στην πατρίδα. Κατοικία και ιατρείο στη Θεσσαλονίκη. Παρόλο πού όλα πήγαιναν πολύ καλά, μετά από τέσσερα χρόνια αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε στα Ν. Μουδανιά Χαλκιδικής. Αυτό έγινε, διότι μας συνέβη κάτι εντελώς ξαφνικό και ανεξήγητο. Και σήμερα ακόμη απορούμε. Προσωπικά όμως αναρωτιέμαι, αν δεν γινόταν όλα αυτά, πώς θα γνώριζα την Ορθοδοξία. Το σχέδιο όμως του Θεού προχωρούσε και μας έδειχνε τον δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε.
Εκείνο τον καιρό η παρουσία της Παναγίας άρχισε να γίνεται πιο αισθητή στο σπίτι μας με το εξής περιστατικό: Ο Θεός πήρε τη γιαγιά της συζύγου μου και στο σπίτι μας ήλθε η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας. Την εικόνα ο παππούς της τη βρήκε με θαύμα, θαμμένη στη γη. Η σύζυγος μεγάλωσε με την παρουσία αυτής της εικόνας και εζησε κάποια θαύματά της και εν συνεχεία αισθανθήκαμε και οικογενειακώς τη χάρη Της. Η Παναγία Οδηγήτρια με τη χάρη Της και την πρεσβεία Της με βοήθησε να βάλω τέλος στην άναζήτησή μου, αν δηλαδή θα παραμείνω καθολικός ή θα μεταστραφώ στην Ορθοδοξία. Πώς έγινε αυτό, θα το δούμε πιο κάτω.
Οι κόρες μου φοιτούσαν στα μέσα του Δημοτικού Σχολείου. Για εκκλησιασμό τις πήγαινα, οσο ήταν δυνατόν, στην καθολική εκκλησία στη Θεσσαλονίκη. Για δε την εξομολόγηση ερχόταν καθολικός ιερέας για τους καθολικούς της γύρω περιοχής και η εξομολόγηση γινόταν στο ιατρείο.
Επειδή με τη σύζυγο από παιδιά παρακολουθήσαμε κατηχητικό σχολείο, αποφασίσαμε να στείλουμε και τις κόρες μας. Δέχτηκα να πανε στα Μουδανιά, εάν τις δέχονταν ως καθολικές πού ήταν. Δεν είχε όμως τότε για παιδιά. Μία κυρία όμως είπε στη σύζυγο: «Αν θέλετε να ακούσετε λόγο Θεού, κάθε Σάββατο στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής ομιλεί ο Γέροντας π. Γρηγόριος.
Ήταν καλοκαίρι και πήγαμε οικογενειακώς. Όλα πρωτόγνωρα για μας. Πολύς κόσμος στο προαύλιο, οπού θα γινόταν η ομιλία. Με πολλή προσοχή, ίσως και με περιέργεια παρακολουθήσαμε την ομιλία. Πιστεύουμε οτι όσα ακούσαμε εκείνη την ημέρα δεν ήταν τυχαία, αλλά θέλημα Θεού. Πιστέψαμε οτι αυτή η ομιλία εγινε ειδικά για μας. Ο Θεός μας καθοδήγησε σ’ αυτή την ομιλία για να προβληματιστώ και ν’ αρχίσω την αναζήτηση και μάλιστα με έντονο ενδιαφέρον.
Ο σεβαστός Γέροντας αναφέρθηκε στο Άγιον Όρος και στην ιστορία του. Ήταν συγκλονιστικό για μένα και τη σύζυγο μου. Οι κόρες δεν πολυκαταλάβαιναν λόγω της ηλικίας τους. Το συγκλονιστικό ήταν η περιγραφή της εισβολής των Λατίνων Καθολικών στο Άγιον Όρος επί Βέκκου (Πατριάρχου) και της άσχημης συμπεριφοράς τους απέναντι στα Μοναστήρια και τους μοναχούς οι οποίοι δεν δέχονταν να συνλειτουργήσουν μαζί τους. Με κατέπληξε ο Γέροντας, γιατί μιλούσε με ηρεμία και με πόνο ψυχής. Επίσης αναφέρθηκε και σε κάποιες διαφορές μας που δεν επιτρέπουν τη συλλειτουργία και την συμπροσευχή, διαφορές που επήλθαν μετά το Σχίσμα, αφού οι Καθολικοί κατήργησαν ή αλλοίωσαν κάποιες παραδόσεις της Χριστιανικής πίστεως. Εδώ κάνω μία επισήμανση σχετικά με την καθολικισμό. Όταν ήμουν μικρό παιδί και εμείς οι καθολικοί νηστεύαμε. Αλλά κάποια στιγμή, δεν ενθυμούμαι χρονολογία, με την ευλογία του Πάπα η νηστεία καταργήθηκε. Επίσης, όταν θέλαμε να κοινωνήσουμε, πηγαίναμε στη Θεία Λειτουργία νηστικοί. Αλλά και αυτό καταργήθηκε. Επανέρχομαι όμως στην ομιλία. Η σύζυγος μου, όπως μου έξήγησε μετά, τα αντιμετώπισε όλα ως εξής: Όταν άκουσε τα των καθολικών σκέφτηκε εμένα και με κοίταξε για να δει την αντίδρασή μου. Με είδε να ακούω με ένδιαφέρον. Έκανε όμως τον λογισμό ότι δεν θα τους πήγαινα ξανά εκεί. Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο για την επιστροφή περίμενε να ακούσει την αντίδραση μου. Εγώ όμως της είπα πως ότι εχουμε τόσες διαφορές. Πρέπει να συζητήσω με κάποιον ειδικό και να μου πει ακόμη τι πρέπει να διαβάσω για να πληροφορηθώ τα πάντα. Και αυτό έπραξα. Συζήτησα με Γέροντες και προμηθεύτηκα τα σχετικά βιβλία. Για τον λόγο αυτό επισκεφτήκαμε ορθόδοξα μοναστήρια.
Όταν μάθαινα κάποια αλήθεια σχετική με τις διαφορές μας, η οποία δεν άφηνε περιθώριο αμφισβήτησης, αισθανόμουν λύπη, αλλά και ικανοποίηση. Η χριστιανική πίστη ξανοιγόταν μπροστά μου, όπως ο Χριστός μας τη δίδαξε και όπως οι Πατέρες μας την παρέδωσαν.
Αλλά ο Θεός μου έδωσε και μία τελευταία ευκαιρία να βιώσω κι άλλες καταστάσεις σχετικές με το θέμα για να βγάλω και μόνος μου συμπεράσματα, αλλά και να αντιδράσω δικαιολογημένα.
Η επόμενη κίνησή μας ήταν η εξής: Εγκατασταθήκαμε στη Γαλλία μετά από τα τέσσερα χρόνια πού ήμασταν στα Μουδανιά. Θα εκφραστώ κάπως επιγραμματικά, διότι πολλές καταστάσεις είναι προσωπικές.
Στη Γαλλία παραμονές μεγάλης εορτής πήγα με τις κόρες για εξομολόγηση στην καθολική εκκλησία. Αντικρίσαμε αρκετά άτομα στο κέντρο της Εκκλησίας και τον ιερέα μπροστά τους. Τον πλησίασα και του είπα ότι θέλουμε να εξομολογηθούμε. Μας υπέδειξε να καθήσουμε κοντά στους άλλους. Μα του είπα, εάν όλοι αυτοί είναι για εξομολόγηση θα αργήσουμε πολύ. Όχι μου λέει. Θα τελειώσουμε αμέσως και μας εξήγησε. Θα καθήσετε και όλοι σας θα λέτε τις αμαρτίες σας από μέσα σας κι εγώ θα διαβάσω την συγχωρητική ευχή. Έμεινα άφωνος. Εγώ στην Ελλάδα ήξερα άλλα. Κάθε ένας μόνος του με τον ιερέα. Δηλαδή αναρωτήθηκα σε κάθε χώρα έχουν το δικαίωμα να κάνουν όποιες αλλαγές θέλουν; Μετά ρώτησα από περιέργεια και μου είπαν ότι σε άλλη εκκλησία διαφορετικά γίνεται.
Για τη Θεία Κοινωνία πήγαμε στην Ελβετία, στην πόλη πού κατοικούσαμε κάποτε. Ήταν πολύ κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία και με την ευκαιρία θα βλέπαμε και γνωστούς. Είχε αρκετό κόσμο, διότι ήταν μεγάλη έορτή. Γι’ αυτόν τον λόγο κατά τη στιγμή της Θείας Κοινωνίας σχηματίστηκαν τρεις σειρές. Γρήγορα όμως ένιωσα μεγάλη απογοήτευση. Ο ιερέας κοινωνούσε στη μεσαία σειρά, στην αριστερή σειρά τους πιστούς κοινωνούσε ένας λαϊκός, και στη δεξιά σειρά κοινωνούσε τους πιστούς μία λαϊκή. Επιδίωξα να κοινωνήσουμε από τον ιερέα, αλλά η ψυχολογική μου κατάσταση δεν ήταν εντάξει. Συγχρόνως διαπίστωσα ότι ο λαϊκός πού κοινωνούσε τους πιστούς ήταν συνάδελφος ιατρός από παλιά. Γνωριζόμασταν και οικογενειακώς. Εάν ήμουνα στη δική του σειρά, θα με κοινωνούσε ο συνάδελφος και φίλος μου.
Μεγάλη απογοήτευση και μεγάλος προβληματισμός, αλλά εως εκείνην τη στιγμή δεν είχα λάβει κάποια απόφαση. Την απογοήτευση αυτή ακολούθησε η απογοήτευση από την εργασία. Προέκυψε μεγάλη οικονομική καταστροφή. Έφτασα σε σημείο να βλέπω ως μόνη λύση να πουλήσω το σπίτι στην Ελλάδα και να μείνω πλέον δίχως δική μου στέγη. Η ελπίδα να αποφύγω αυτή την οδυνηρή λύση ήταν ένα κτήμα που είχα, αλλά δυστυχώς δεν γινόταν τίποτε εφόσον και οι κτηματομεσίτες το απέκλεισαν οτι θα γίνει κάτι, εφόσον δεν υπήρχε ζήτηση. Κάθε ημέρα πού περνούσε ήταν εις βάρος μας.
Αλλά ευτυχώς και τον Θεό δεν τον ξέχασα. Ζήτησα τη βοήθειά Του με μεσίτρια την Υπεραγία Θεοτόκο. Προσευχήθηκα εκ μέσης καρδίας μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας και συγχρόνως έκανα ένα τάμα. Το θαύμα εγινε και το τάμα εκπληρώθηκε, όπως θα δούμε παρακάτω.
Το πρόβλημά μας το γνώριζε ένας φίλος μας στην Ελλάδα, στην περιοχή Ν. Μουδανιών. Τον είχα παρακαλέσει εάν ενδιαφερθεί κάποιος για το κτήμα να μας τηλεφωνήσει.
Είχαν περάσει μόλις λίγες ημέρες από το τάμα που έκανα, χτύπησε το τηλέφωνο το οποίο σήκωσε η σύζυγος˙ ήταν ο φίλος μας που ανέφερα πιο πάνω. Μετά τον χαιρετισμό κατ’ ευθείαν της είπε: Άκουσε, έγινε ένα θαύμα και της εξήγησε αμέσως. Ενώ είμαι πολύ συνεπής στο ωράριο της εργασίας μου, δεν ξέρω πως μου ήλθε προχθές και εγκατέλειψα την εργασία σχεδόν μισή ώρα πιο νωρίς. Κάποιος όμως με αναζήτησε την τελευταία στιγμή και, επειδή ήταν σχετικά επείγον, με αναζήτησε και στο σπίτι. Ενώ συζητούσαμε την υπόθεσή του, αυτός κάθε τόσο έλεγε: Τι ωραία που είστε εδώ στην εξοχή και η γυναίκα μου επιθυμεί ένα σπίτι στην εξοχή. Τότε του είπα για το κτήμα σας. Έδειξε ενθουσιασμό και επιθυμία να το δει εκείνη τη στιγμή. Τον πήγα, το είδε, του άρεσε και μετά από συγκατάθεση της γυναίκας του είπε εντάξει. Όλα εξελίχθηκαν και όλα τακτοποιήθηκαν ταχύτατα. Τελικά σ’ αυτό το κτήμα είκοσι χρόνια έως τώρα δεν χτίστηκε κανένα σπίτι!
Όταν επιστρέψαμε για δεύτερη φορά στην πατρίδα οι φίλοι μας και οι πελάτες μου μας δέχτηκαν με χαρά και όλα πήγαν πολύ καλά.
Με την πρώτη ευκαιρία επισκεφτήκαμε το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου˙ ήμουνα μόνος με τη σύζυγο. Στην επιστροφή, ενώ οδηγούσα, της είπα οτι αποφάσισα να βαπτιστώ Ορθόδοξος. Της εξήγησα ότι έταξα στην Παναγία ότι μόλις όλα τακτοποιηθούν θα βαπτιστώ. Οι κόρες μου δέχτηκαν επίσης να βαπτιστούν. Ήταν ήδη έφηβες και είχαν εμπεδώσει πολλά για την Ορθοδοξία παρακολουθώντας τους προβληματισμούς μου αλλά και τις διαπιστώσεις μου.
Για λίγους μήνες κατηχηθήκαμε και μετά έγινε η βάπτισή μας στην Ιερά Μονή Αγίου Αρσενίου στο Βατοπέδι Χαλκιδικής. Η βάπτισή μας έγινε από τους σεβαστούς Πατέρες π. Γρηγόριο και π. Θεόκλητο, πού τόσο μας βοήθησαν και μας βοηθούνε στην πορεία μας.
Ανάδοχος, γνωστή και φίλη της οικογενείας από την οποία και τον σύζυγο της ακούγαμε συχνά λόγια ωφέλιμα για την περίπτωσή μας.
Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου ζήσαμε και οι τρεις μας αξέχαστες στιγμές και συναισθήματα. Δεν είναι εύκολο να ειπωθούν δημοσίως. Εκείνο που μπορώ να πω μόνο είναι, ότι όλα μαρτυρούσαν την παρουσία του Θεού.
Δοξάζω τον Θεό που ακόμη μου υπέδειξε τον δρόμο της ιερωσύνης, αφού, με την βάπτισή μου, ο φιλεύσπλαχνος Θεός με απάλλαξε από τις πολλές αμαρτίες του παρελθόντος. Βέβαια είχε προηγηθεί της βαπτίσεως και η εξομολόγηση. Όταν πληροφορήθηκα οτι μπορώ να γίνω ιερέας και μου έγινε η πρόταση, είπα το ναι με χαρά, αλλά και με φόβο κατά πόσο θα φανώ αντάξιος στην πρόσκληση του Θεού. Όταν ήμουν νέος, είπα το όχι στην ίδια πρόταση των καθολικών. Δεν θα πάψω να ευχαριστώ τον Θεό που με φώτισε τότε ν’ αρνηθώ, αλλά δεν θα πάψω κυρίως να τον ευχαριστώ που μου αποκάλυψε που βρίσκεται η αλήθεια.
 

Με αγάπη Χριστού κι ευχαριστίες προς όλους,
π. Κωνσταντίνος




<>







Η μεταστροφή του Tristram Engelhardt από το Texas των ΗΠΑ, Καθηγητή Φιλοσοφίας και Ιατρικής, της Ιρλανδής συζύγου του και των δύο παιδιών τους στην Ορθοδοξία

Στο Συνέδριο που διοργάνωσε στο Βουκουρέστι το Κέντρο Περίθαλψης και Φροντίδας συμμετείχε, όπως αναφέρθηκε και στο κύριο θέμα του τεύχους αυτού, και ο Καθηγητής Φιλοσοφίας και Ιατρικής Tristram Engelhardt. Ο κ. Engelhardt γεννήθηκε στο Τέξας των ΗΠΑ από Ρωμαιοκαθολικούς γονείς, αλλά ο ίδιος έγινε Ορθόδοξος σε ώριμη ηλικία, λαμβάνοντας το όνομα Herman (Γερμανός), από τον άγιο Γερμανό της Αλάσκας. Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική και σήμερα είναι Καθηγητής των δύο αυτών επιστημών σε Πανεπιστημιακές Σχολές στο Χιούστον του Τέξας. Οι έρευνές του έχουν γίνει κυρίως στον τομέα της Βιοηθικής και η σημαντικότερη συμβολή του στην Ορθόδοξη ηθική είναι το βιβλίο του «Τα θεμέλια της Χριστιανικής Βιοηθικής».

Κατά την διάρκεια της συζητήσεως στο Συνέδριο στο Βουκουρέστι, του τέθηκε και η ερώτηση, πως έγινε ορθόδοξος. Η απάντησή του δημοσιεύεται κατωτέρω απομαγνητοφωνημένη από την απευθείας μετάφραση που έκανε ο κ. Αναστάσιος Φιλιππίδης.

Herman Τristram Engelhardt: Πως έγινα Ορθόδοξος

Πως έγινα Ορθόδοξος; Η απάντηση είναι: Μόνο μέσω της αγάπης του Θεού.

Μια φορά ήμουνα στο Άγιον Όρος κι ένας Μοναχός μου λέει: «Κοίτα τριγύρω σου όλους αυτούς τους ανθρώπους. Η μετάνοια όλων αυτών των ανθρώπων είναι ένα θαύμα από το Θεό».

Είχα πολύ ευλαβείς Ρωμαιοκαθολικούς γονείς που με έστειλαν σε ένα πολύ καλό Ρωμαιοκαθολικό σχολείο, και στην Ε τάξη διάβαζα την ιστορία της Εκκλησίας και αντιλήφθηκα ότι την Εκκλησία των πρώτων 5 αιώνων δεν την είχα δη ποτέ. Και ρώτησα μια μοναχή: «Γιατί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν είναι σαν την πρώϊμη Εκκλησία;», Η αδελφή με κοίταξε σαν να ήμουνα τρελλός. Και μια και ήμουνα Ε τάξη έμεινα ήσυχος.

Το Δημοτικό μου φαινόταν πολύ βαρετό, αλλά μου άρεζε η λειτουργία. Και ήμουνα παπαδάκι και μου άρεσε πολύ, και μια και ήμουνα τεμπέλης, όταν πήγαινα στο Ιερό δεν πήγαινα σχολείο. Μου άρεζε περισσότερο αυτό, παπαδάκι στην εκκλησία.

Στην 8η τάξη, το 1954, ο Ρωμαιοκαθολικός ιερέας μου είπε ότι ένας Ουνίτης επίσκοπος θα ερχόταν από την Παλαιστίνη και αυτός θα τελούσε τη λειτουργία του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Δεν την ήξερα και θα έπρεπε να την διαβάσω για να γίνω το παπαδάκι στην λειτουργία. Και αυτό έκανα. Αλλά δεν ήξερα ότι θα υπάρχη κι ένας Όρθρος πριν από αυτό, οπότε επί μιάμιση ώρα δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει. Και μετά αυτός ο ηλικιωμένος Επίσκοπος ήρθε στο μέρος μου και μου είπε: «Έλα εδώ, αυτό είναι για σένα. Όλος ο αληθινός Χριστιανισμός θα εξαφανισθή στη διάρκεια της ζωής σου από τη Δύση. Ο αληθινός Χριστιανισμός θα έρθη από την Ανατολή και αυτό θα είναι πολύ σημαντικό για σένα». Νόμιζα ότι είναι τρελλός. Του λέω: «Τι;» Και μου είπε: «Όλος ο Χριστιανισμός θα εξαλειφθή από την Δύση στην διάρκεια της ζωής σου. Ο αληθινός Χριστιανισμός θα έρθη ως φως από την Ανατολή». Ρώτησα το πατέρα μου: «Τι λέει αυτός; Είναι ένας τρελλός άνθρωπος από την Παλαιστίνη;». Και συνέχισα να ζω την ζωή μου.

Το 1984 κάποιος μου τηλεφώνησε από τον άνθρωπο που είχε έρθει δεύτερος στις τελευταίες εκλογές για Πάπας της Ρώμης. Εφόσον ήταν υποψήφιος για Πάπας έπρεπε να ξεκινήση νωρίς, όπως και ο υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ. Και μάζευε μια ομάδα διανοουμένων για να τον βοηθήσουν στην προεκλογική του εκστρατεία και μου ζήτησε να είμαι κι εγώ ένας από αυτούς. Και μου είπανε να πάω για έξι εβδομάδες στο Μιλάνο. Λέω δεν μπορώ να πάω για 6 εβδομάδες είμαι πολύ απασχολημένος. Τότε όμως η δεύτερη κόρη μου, η οποία αν μπορώ να το πω, είναι τρελλή μαζί μου, (η πρώτη είναι 38 χρονών και έχει 4 παιδιά), τα Χριστούγεννα μου λέει: «Μπορώ να έλθω εγώ μαζί σου στο Μιλάνο;». Και πως να πη ένας πατέρας όχι στην 14χρονη κόρη του, οπότε είπα: «Εντάξει». Αυτός στο τηλέφωνο μου είπε ότι θα πληρώση αυτός τα έξοδα. Και έτσι ασχολήθηκα πολύ με τον Μαρτίνι, αυτόν τον υποψήφιο. Και κατάλαβα για πρώτη φορά στην ζωή μου ότι όλος αυτός ο Χριστιανισμός στην Δύση ήταν μία δημιουργία των Γερμανών και λίγων Ελβετών, που είχαν κάνει την Μεταρρύθμιση.

Το 1988 προσκλήθηκα στο Ινστιτούτο Ανώτερων Σπουδών στο Βερολίνο και όταν προσκλήθηκα να μιλήσω εκεί αισθανόμουνα σαν πόρνη και καταλάβαινα ότι αυτό που κάνω είναι λάθος. Και προσευχόμουνα: «Θεέ μου, αν υπάρχη κάπου η αληθινή θρησκεία, δείξε την μου κι εγώ θα μεταστραφώ». Και για πρώτη φορά στην ζωή μου έχω αυτή την εμπειρία, υπήρχε στο μυαλό μου ένας φόβος που δεν τον είχα αισθανθή ποτέ πριν.

Μέσα σε μια βδομάδα, βλέπαμε διάφορες διαφημήσεις για ρεσιτάλ χριστιανικής μουσικής, πηγαίναμε σ’ αυτά. Εμείς είμαστε από τον Νότο που ήταν πολύ ζεστά και φοβόμασταν να μείνουμε Χριστούγεννα στο Βερολίνο, θα παγώσουμε. Και λέγαμε που να πάμε για να μην παγώσουμε τώρα στις διακοπές των Χριστουγέννων και κανόνισα να δώσω διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά. Και πήγαμε εκεί για Χριστούγεννα. Οπότε την ημέρα των Χριστουγέννων η γυναίκα μου είπε: Που να πάμε για λειτουργία. Και είπα ας πάμε στην ελληνική. Και πήγαμε στο Φανάρι. Ήταν η πρώτη ορθόδοξη λειτουργία που παρακολούθησα. Ήταν ο Πατριάρχης Δημήτριος. Η δεύτερη κόρη μου με άγγιξε και μου λέει: «Πατέρα αυτή είναι η αληθινή θρησκεία. Δεν είναι;». Και της είπα: «Φοβάμαι ότι έχεις δίκηο, διότι είναι πάρα πολύ φτωχή».

Και πήγαμε πίσω στο Τέξας και άρχισα να ρωτάω αν μπορή ένας Τεξανός να γίνη Ορθόδοξος. Κάποιος εκεί που ήταν Βαπτιστής από το Τέξας μου είπε: «Αν μπορώ εγώ να γίνω, μπορείς κι εσύ να γίνης». Και έτσι με την υπομονή του Θεού έγινα πρώτα εγώ και μετά οι δύο κόρες μου. Και στην συνέχεια η σύζυγός μου, η οποία είναι Ιρλανδή, οι οποίοι είναι πολύ παθιασμένοι Βαπτιστές, και έχει δύο ιστορίες για την μεταστροφή της. Την μία ήταν που είπε: «Ευλόγησέ με, άγιε Πατρίκιε, επιστρέφω στο σπίτι» και το άλλο που έγραψε ήταν: «Από την Ρώμη στο σπίτι».

Ευχαριστώ το Θεό!–


IR2.

<>









Η πορεία του Frank Natawe (1927-2000) φυλάρχου των Αυτόχθονων Αμερικανών Mohawk του Καναδά, στην αγκαλιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Από τόν Δρ. Ιωάννη Χατζηνικολάου, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο McGill του Montreal, Καναδάς, “Το πέρασμα ενός Αυτόχθονου Αμερικανού Mohawk” στο περιοδ. Σύναξις

Η ιστορία του Αυτόχθονου Αμερικανού Frank Natawe (1927-2000) αρχηγού των Mohawk, που έζησε και πέθανε ως Ορθόδοξος Χριστιανός, υπερασπιζόμενος παράλληλα και την παράδοση της φυλής του. Άρχισε μάλιστα να μεταφράζει τα λόγια της πιο ιερής τελετής της Ορθοδοξίας στη γλώσσα του λαού του.

* * *

Σάββατο βράδυ. Λιγοστά φώτα. Στη ρωσική Μητρόπολη των Αγίων Πέτρου και Παύλου ο εσπερινός μόλις έχει αρχίσει. Οι σκιερές σιλουέτες των λιγοστών πιστών που παρευρίσκονται, παίρνουν όγκο καθώς ανάβουν τα κεριά στα μανουάλια. Το τέμπλο υποβλητικό, φτιαγμένο από έμπειρους τεχνίτες στις αρχές του αιώνα…

Είναι η δεύτερη μου φορά στον Εσπερινό, πάνε χρόνια τώρα… Το «φως ιλαρόν» στα σλαβονικά δημιουργεί μια αίσθηση εσώτερης γαλήνης και ανάπαυσης. Όλα δέονται τούτη την ώρα για την μέρα που φεύγει και για την μέρα που έρχεται. Μετά την τρέλλα της μέρας τούτο το ευχαριστιακό καταφύγιο καθησυχάζει τα θηρία του νου…

Μέσα στο ημίφως διακρίνω μερικά προφίλ. Μια γερόντισσα ρωσίδα με το εγγονάκι της, ένα ψηλό ξερακιανό μεσήλικα, μια κοπελλίτσα γύρω στα δεκαπέντε, μια νεαρή οικογένεια με τα δυο τους παιδάκια… και ξάφνου το μάτι μου πέφτει κοντά στο μεγάλο παράθυρο. Ακριβώς από κάτω διακρίνω μια μορφή αλλιώτικη από τις άλλες. Ένας πενηντάρης Αυτόχθονας Αμερικάνος με έντονα χαρακτηριστικά και με μαλλιά δεμένα κότσο που φτάναν μέχρι τη μέση. Το βλέμμα μου σταμάτησε πάνω του. Μια περίεργη φιγούρα ασυνήθιστη. Φαντάστηκα πως θα ‘ταν επισκέπτης.

Στο τέλος της ακολουθίας δεν συγκρατήθηκα. Πήγα κοντά του να τον γνωρίσω.

–Γιάννης, του λέω στα αγγλικά. Καλώς ήρθες.

– Βλαδίμηρος, μου απαντά.

– Είμαι Έλληνας∙ εσύ; τον  ρωτώ.

– Και γω, μου λέει.

Κάπου εκεί τα ‘χασα. Ήταν το μόνο που δεν περίμενα ν’ ακούσω!

– Μιλάς ελληνικά; του λέω.

Σκέφτεται λίγο και μετά μου απαντά.

– «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος».

Τελειώνοντας την φράση του ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δεν ξέρω τι να πω.

– Είμαι, Mohawk Αυτόχθονας Αμερικανός λέει κοφτά. Κάπου όμως αισθάνομαι και Ρώσος και Έλληνας και Σέρβος και Ρουμάνος, γιατί… είμαι Ορθόδοξος…

Το μάτι του γυάλισε και μαζί και το δικό μου φυλλοκάρδι…

Κάπως έτσι γνωριστήκαμε με τον Βλαδίμηρο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Frank Natawe, πριν γίνει ορθόδοξος και βαπτιστεί Βλαδίμηρος. Ήθελα πάρα πολύ να μάθω την ιστορία του, από περιέργεια και ενδιαφέρον συνάμα.

Κάποτε, αρκετά αργότερα, γίναμε φίλοι. Ανταλλάξαμε κουβέντες και περιπάτους πολλούς, κυρίως στο χωριό του. Μου ‘δειξε δρόμους και τρόπους άγνωστους σε μας τους λευκούς. Πάντα απλά και ανεπιτήδευτα. Χωρίς ίχνος έπαρσης. Είχα κοντά του μια έντονη αίσθηση μαθητείας και, όταν την εξομολογιόμουνα σ’ αυτόν, κείνος μου ‘λεγε πως τα ωραία πράγματα είναι αμοιβαία.

Μου ‘χει μείνει αξέχαστο τον πρώτο καιρό όταν παρασυρμένος από νεανικό ενθουσιασμό του ‘κανα δύσκολες ερωτήσεις. Εκείνος ατάραχος μου ‘λεγε:

– Δεν ξέρω∙ θα μου πεις εσύ;

Κι όταν μια φορά βαρέθηκα ν’ ακούω το «δεν ξέρω» τον παρακάλεσα επίμονα να μου πει κάτι, εκείνος με λυπήθηκε και μου ‘πε:

– Ε! αφού επιμένεις θα σου πω, αφού ρωτήσω πρώτα την φίλη μου.

Πετάχθηκε όρθιος και στη συνέχεια ξαπλώθηκε στο χώμα και έβαλε το αυτί του πάνω στη γη.

– Τι κάνεις; του λέω.

– Ρωτάω τη γης, μου λέει και, πριν καλά καλά συνέλθω από τη σαστιμάρα μου συνέχισε μισο-δισταχτικά:

– Σαν τον Αλιόσα τον Καραμάζωφ.

Από τότε δεν επέμενα ξανά για απαντήσεις. Μάλλον ζούσα μαζί του την έκπληξη της ατάραχης αστραπής που γεννάει βροχούλα και τρέφει  τη γης…

Πάει λίγος καιρός που ο Βλαδίμηρος έφυγε από κοντά μας. Το τέλος  του με συγκλόνισε μαζί με την διαθήκη του. Τώρα πια που η αίσθηση της μορφής του αντί να ξεχαστεί παραβγαίνει μπροστά μου συχνά-πυκνά, είπα να καταγράψω στο χαρτί περιστατικά, εικόνες, αναμνήσεις, λόγια και εκφράσεις του, δίνοντας έτσι ένα σκιαγράφημα της παρουσίας του ανάμεσά μας… μπας και ακούσει και το δικό μου τ’ αυτί… την πολύκροτη σιγή της μάνας γης του Βλαδίμηρου κατ’ εμένα Καραμάζωφ…

Γεννήθηκε στον καταυλισμό των Αυτόχθονων Αμερικανών Caughnawaga, έξω από το Montreal, όπου και έζησε μέχρι την κοίμησή του. Το χωριό έχει σήμερα 5.000 Αυτόχθονες. Φτιαγμένο με κυβερνητική δαπάνη, δίπλα στο ποτάμι, στεγάζει το μεγαλύτερο μέρος των Αυτόχθονων Αμερικανών της περιοχής. Οι Αυτόχθονες Αμερικάνοι, ως οι μόνοι αυτόχθονες της Αμερικής μαζί με τους Εσκιμώους, απολαμβάνουν ιδιαίτερα προνόμια και μεταχείριση, λόγω του ότι παραχώρησαν εκτάσεις από την «μητέρα γη», όπως την αποκαλούν, στους λευκούς αδελφούς τους.

Τα προνόμια αυτά, όπως το να μην χρειάζεσαι διαβατήριο και συγχρόνως να απολαμβάνεις την κρατική μέριμνα, ερμηνεύονται μερικές φορές σαν σκόπιμη προσπάθεια των λευκών να κρατήσουν τους Αυτόχθονες Αμερικάνους αμόρφωτους και τεμπέληδες, πράγμα που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό. Το ποσοστό των αλκοολικών είναι πολύ υψηλό. Ο αγώνας για επιβίωση, ως ομάδας, είναι η καθημερινή τους μέριμνα, μαζί με την διαιώνιση των παραδόσεών τους, για τις οποίες αισθάνονται ιδιαίτερη περηφάνεια. Διοικούνται με έναν ιδιότυπο τρόπο, που ίσως έχει όμως πολλά να διδάξει στις σύγχρονες «πολιτισμένες» πολιτικές και κοινωνικές μας δομές.

Το ανώτερο όργανο είναι η Ομοσπονδία (Confederation) όλων των Αυτόχθονων Αμερικανικών φυλών. Υπάρχει σεβασμός στους αρχηγούς και τους γέροντες (elders) και γερόντισσες κάθε φυλής από γενιά σε γενιά. Η αγάπη και ο σεβασμός του ενός για τον άλλον αποτελεί το θεμέλιο της Ομοσπονδίας.

Στο χωριό Caughnawaga υπάρχουν βασικά τρεις φυλές Αυτόχθονων Αμερικανών. Η πλειοψηφία όμως είναι Mohawk (Μόχακ). Το χωριό υπάρχει από το 1600 περίπου και αποτελεί το κυριότερο κέντρο της φυλής Mohawk. Παραδοσιακά οι Αυτόχθονες Αμερικάνοι ήταν ψαράδες, κυνηγοί και τεχνίτες ξύλου και δερμάτων. Οι τελευταίες γενιές ασχολούνται περισσότερο με τις σιδηροκατασκευές και τις οικοδομές.

«Το χωριό μας», μου λέει ο Βλαδίμηρος, «μαζί με αρκετούς άλλους Αυτόχθονες Αμερικανικούς καταυλισμούς, μεταστράφηκε τον 18ο αιώνα σ’ ένα μεγάλο βαθμό σε ρωμαιοκαθολικό προτεκτοράτο. Στην πραγματικότητα οι καθολικοί μισσιονάριοι επεδίωξαν πάση θυσία την ομαδική μεταστροφή δια της βίας. Όχι με αγάπη αλλά με την θηλειά στο λαιμό. Καταπάτησαν παραδόσεις αιώνων και χρησιμοποίησαν άλλες σαν εφαλτήρια για τα δικά τους σχέδια. Εγώ μέχρι τα 32 μου ακολούθησα την πεπατημένη οδό. Όπως έλεγε η μάνα μου – που ‘ταν η γερόντισσα αρχηγός της φυλής: «Τη μέρα ρωμαιοκαθολικός για τα μάτια του κόσμου και το βράδυ Mohawk για τα μάτια της ψυχής». Τότε όμως στα 32 μου δεν άντεξα τον στενό κλοιό, την θηλειά που φορούσα, και επαναστάτησα με τον δικό μου τρόπο… Έψαξα για χρόνια στις ρίζες μας, έμαθα όλες τις γλώσσες μας, σπούδασα στα πανεπιστήμια των λευκών – που για Αυτόχθονα Αμερικάνο της γενιάς μου ήταν το πιο ασυνήθιστο. Με είχαν για χρόνια περιοδεύοντα λέκτορα συγκριτικής γλωσσολογίας. Πολλές φορές ανέντιμα έπαιρνα την θέση παλιάτσου στα ακαδημαϊκά τους παιχνίδια, μια και γι’ αυτούς ήμουν πουλί σπάνιο, εξωτικό, με άλλα φτερά. Σύγκρινα τις δικές μας λέξεις με τις δικές τους τις γαλλικές και αγγλικές, τα χούγια τα δικά μας με τα δικά τους. Ήταν φορές που ένιωθα πως με κοιτούσαν σαν αρχαιολόγοι που ψαχούλευαν απολιθώματα… Για μένα όμως και μόνο η συνάντηση αυτή, η πολιτισμική, άσχετα με την ανταπόκριση είχε χαρά και λύπη μαζί. Η δική μου επανάσταση βροντούσε γιατί ήταν αθόρυβη σαν του λαγού το πάτημα… Η μάνα μου – ο στύλος του χωριού – ήταν για μένα πηγή σοφίας και πόνου μεγάλου. Ήταν ο … Mohawk Ζωσιμάς μου…»

(Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε…)

«Ο δρόμος μου προς την Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν «κρυφό μονοπάτι», όπως λέμε στη γλώσσα μας. Κάποτε όμως το δίχτυ της με έπιασε και από τότε πορεύομαι πολύ διακριτικά, κουβαλώντας ένα βαρύ σταυρό. Η αφορμή για μένα ήρθε από την γλωσσολογία. Πάντα ήταν ο τομέας που με εντυπωσίαζε. Παίρνοντας μαθήματα γλωσσολογίας, συγκινήθηκα κάποτε διαβάζοντας τους βίους των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, που ονομάζονται Απόστολοι των Σλαύων. Μου προξένησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον το κυριλλικό αλφάβητο και η μετέπειτα σλαβονική γλώσσα. Ρώτησα τον καθηγητή μου αν μπορούσα να ακούσω κάπου να μιλάνε σλαβονικά. Μου είπε να επισκεφτώ μία από τις ρωσικές εκκλησίες .Τηλεφώνησα στη μια και απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Τηλεφώνησα στην άλλη και μια συμπαθητική φωνή μου είπε πως κάνουν εσπερινό στις 7 το βράδυ και Λειτουργία την Κυριακή στις 10 π.μ. Ρώτησα αν μπορώ να πάω. Μου απάντησε βεβαίως. Του είπα πως δεν είμαι Ρώσος ούτε Ορθόδοξος. Μου αποκρίθηκε πως η Ορθόδοξη Λειτουργία δεν είναι μόνο για τους Ρώσους ούτε μόνο για τους Ορθοδόξους, αλλά για όλο τον κόσμο. Πήρα λοιπόν το θάρρος να πάω ένα Σάββατο για ν’ ακούσω σλαβονικά και να γνωρίσω τον παπά, που μου μίλησε τόσο όμορφα. Ήταν ένας ιερομόναχος από το Μαυροβούνι. Το όνομά του π. Αντώνιος… Τώρα σχωρέθηκε κι αυτός… Λοιπόν το πρώτο Σάββατο που παρακολούθησα τον ορθόδοξο εσπερινό  στο μητροπολιτικό ναό των αγίων Πέτρου και Παύλου έζησα κάτι το πρωτόγνωρο. Βλέποντας τις εικόνες, ακούγοντας τις μελωδίες, βλέποντας τις μετάνοιες και τα προσκυνήματα, μυρίζοντας το θυμίαμα, ήταν σαν να βρήκα το ‘’κρυφό μονοπάτι’’»…

«Δεν θα το πιστέψεις, αλλά, από τότε κάθε λίγο και λιγάκι βρίσκω παραλληλισμούς ανάμεσα στην παράδοση των Αυτόχθονων Αμερικανών και στην Ορθόδοξη παράδοση. Κάπου μέσα μου αυτή μου η ανακάλυψη ολοκλήρωνε το Αυτόχθονο (Native) ήθος μου και κάπου το συμπλήρωνε. Τον πρώτο καιρό πετούσα στα σύννεφα. Στην πρώτη μου λειτουργία ρώτησα αν μπορώ να μείνω μετά από τις ευχές των κατηχουμένων… Μου ‘παν: κάθησε. Κάθησα κι εγώ σαν Mohawk σκύλος! Από τότε πήγαινα συχνά. Στην αρχή τις Κυριακές, μετά και τα Σάββατα, αργότερα και τις καθημερινές, όταν είχε μεγάλες γιορτές. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ένα βράδυ είχανε εξομολόγηση μετά τον εσπερινό. Ήτανε Σαρακοστή. Στο τέλος ζητούσαν συγχώρεση όλοι από τον παπά. Εκείνος τους έβαζε το πετραχήλι και τους σταύρωνε. Πήγα και γω στην ουρά. Μου ‘παν:

– Δεν μπορείς, δεν είσαι Ορθόδοξος. Αυτό είναι μυστήριο.

– Μα μυστήριο είναι όλη μας η ζωή, είπα.

Ξανασκέφτομαι και τους ρωτάω:

– Λοιπόν, και πως μπορώ να γίνω;

– Να μιλήσεις του παπά, μου λένε.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και θέλησα να γίνω Ορθόδοξος. Την ημέρα που θα γινόμουνα είχε χιονοθύελλα και δεν μπορούσα να βγω από το χωριό. Αναβλήθηκε για την γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Έτσι κι έγινε… Με ονόμασαν Βλαδίμηρο.

Πολύ πιο ύστερα που ξανασκεφτόμουν την είσοδο στην Ορθόδοξη εκκλησία, ανέσυρα από τις μνήμες μου μια μορφή επιβλητική ενός Σέρβου ιερέα, που όταν ήμουν μικρός είχε επισκεφτεί το χωριό μας. Μου ‘χε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η μορφή και ο τρόπος του. Η μάνα μου θυμάμαι είχε πει:

– Να και ένας που δεν κάνει προπαγάνδα για την αλήθεια του…»

Πέρασε καιρός και αποφάσισα και πάλι να τον επισκεφτώ. Αυτή την φορά πήγα μαζί μου δύο φίλους μ’ ένα μικρό αυτοκινητάκι και εφοδιασμένοι με κασετόφωνα και μικρόφωνα κινήσαμε ένα ηλιόλουστο πρωινό για το χωριό του, το Caughnawaga. Μας σύστησε να ανταμώσουμε στο ραδιοφωνικό σταθμό των Αυτόχθονων Αμερικανών, μια και αυτός για αρκετά χρόνια εκτελούσα χρέη ραδιοσχολιαστή και μας υποσχέθηκε βόλτες και κουβέντες στα δικά τους λημέρια…

Τον βρήκαμε πράγματι στο ραδιοφωνικό σταθμό του χωριού, με τα ακουστικά στα αυτιά, να διαβάζει σε μία-μία τις Αυτόχθονες Αμερικάνικες γλώσσες την πρωινή προσευχή. Μετά στα γαλλικά και τα αγγλικά. Βέβαια οι ακροατές του… δεν έβλεπαν το δικό του σταυροκόπημα.

Τον περιμέναμε με ευλάβεια να τελειώσει… Έβγαλε τα ακουστικά και ήλθε κοντά μας. Ήτανε ομιλητικότερος από άλλες φορές και μάλλον ευδιάθετος…

– Τι θέλετε να σας πω; Ρώτησε καλόκαρδα. Σάματις τι να θέλατε εσείς να μάθετε από μένα;

– Πες μας ό,τι θες, του αποκρίνεται ο Γρηγόρης. Να, ας πούμε για τον λαό σου, τις γιορτές σας, την αποστολή σου…

– Πας πολύ γρήγορα, απάντησε. Ένα – ένα.

– Λοιπόν, ο λαός μου…

Του πήρε καιρό να απαντήσει. Καθόταν σε μια πολυθρόνα και διαπίστωσε πως δεν τον βόλευε… Την παράτησε και κάθησε στο χαγιάτι… να ‘ρθει στο επίπεδό μας…

«Ο λαός μου είναι απλός όπως και το φαΐ του. Ο αρχηγός της φυλής είναι άνδρας, μα τον διαλέγει το συμβούλιο των γυναικών-γεροντισσών της φυλής. Οι τελετές μας όλες οι ομαδικές γίνονται στο ‘’μακρύ σπίτι’’ (long house). Αυτό έχει δύο πόρτες. Από την ανατολική μπαίνουν οι άνδρες, από την δυτική οι γυναίκες. Η κατασκευή του είναι πολύ απλή, όπως άλλωστε και οι περισσότερες τελετές μας. Στους γάμους αναπόσπαστο στοιχείο της τελετής είναι η ευλογία των γερόντων. Στις κηδείες για τις γυναίκες και τους άνδρες όταν τους μεταφέρουν στο μακρύ σπίτι μπαίνουν από την δική τους ο καθένας πόρτα, αλλά πάντα το κεφάλι του νεκρού κοιτάζει προς την ανατολή. Μετά εννιά μέρες έχουμε φαγητό (μακαριά) χωρίς όμως αλάτι…»

Και ξαφνικά πετάχθηκε ορθός, γιατί ο δίσκος που ‘χε βάλει να παίζει για το σταθμό είχε κολλήσει. Έβαλε κάτι άλλο, έκανε μια ανακοίνωση και ξαναγύρισε κοντά μας…

«Τι λέγαμε… Α! Για τις τελετές. Θα σας δείξω πριν βραδυάσει το μακρύ σπίτι… Τώρα για τις γιορτές μας. Όλος ο χρόνος είναι γιορτή… (ξεκαρδίστηκε στα γέλια). Έχουμε το μεσοχείμωνα (4 μέρες γιορτή), την γιορτή του χιονιού, της πρωτανθιάς, του πρώτου καρπού – που ‘ναι το βάτο, τη γιορτή της άφθονης καρπιάς (των ευχαριστιών), την γιορτή του αλωνιού (4 μέρες), την γιορτή του περισσεύματος, της βροχής και του σποριά, και ο κύκλος ξαναρχίζει. Κάτι σαν εκκλησιαστικό ημερολόγιο της γης μας της ιερής…»

Πήρε πάλι βαθιά ανάσα και συνέχισε:

«Δεν λέμε πολλά, ούτε τρώμε πολύ, δεν θυμώνουμε πολύ, αγαπούμε αυτό που μας δόθηκε και συνέχεια ευχαριστούμε για τον καρπό…»

– Έχεις μήπως ταμπάκο; με ρώτησε.

– Όχι, του λέω.

– Εμείς, ξέρεις, το ταμπάκο το μασάμε, το τρώμε δηλαδή, δεν το καπνίζουμε. Όταν το καπνίσεις γίνεται αέρας, όταν το τρως γίνεσαι ένα μαζί του και ευλογάς τη γη που στο ‘δωσε. Τι άλλο με ρώτησες; Α, ναι! Για την αποστολή μου…

«Τι να σας πω. Ο  λαός μου βαρέθηκε τους ιεραποστόλους. Έρχονταν χρόνια τώρα μάλλον για να πάρουν παρά να δώσουν… Δεν σκύβανε να δουν τι είχαμε εμείς. Φέρναν τον οδοστρωτήρα, γκρέμιζαν και μετά άρχιζαν την.. ευαγγελική σπορά.

Εκείνος όμως ο Σέρβος ήταν αλλιώτικος. Έδωσε με την παρουσία του… δεν πήρε τίποτα από μας, εκτός από ένα κομμάτι απ’ την καρδιά μας. Αυτό είναι που αγάπησα όταν διάβασα αργότερα για τον άγιο Γερμανό της Αλάσκας και την ιστορία των Ορθόδοξων ιεραποστολών μεταξύ των Εσκιμώων… είναι αναπόφευκτο να κάνει το μυαλό μου συγκρίσεις… όσο κι αν προσπαθεί…

Θυμάμαι τον Ιησουίτη που μου ‘πε κατάμουτρα πως είχε εντολή να μου διδάξει πνευματικότητα. Όταν έφυγε από το σπίτι μας η μάνα μου έφτυσε τον κόρφο της, λέγοντας πως: ‘’εμείς, παιδί μου, είμαστε λαός πνευματικός, ενώ αυτός, και ο Χριστός του να ‘ρχόταν θα τον κάθιζε στο σκαμνί να τον διδάξει…’’».

– Υπάρχουν κι άλλοι Ορθόδοξοι μέσα στους Αυτόχθονες Αμερικάνους; Ρώτησε ξανά ο Γρηγόρης.

- Γνώρισα έναν Εσκιμώο Ορθόδοξο στο Plattsburg  και έναν ακόμα Mis Mac πανύψηλο. Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι που εγώ δεν ξέρω. Στο Αυτόχθονο Αμερικάνικο όμως νοσοκομείο έχουμε ένα ζευγάρι γιατρούς Σέρβους, τους Moscovitch. Χρυσοί άνθρωποι∙ αγαπάνε τον κόσμο μας ιδιαίτερα και τον βοηθάνε».

Η Lesley τον κοίταξα κατάματα.

– Πες μας,  αν  θέλεις,  για  αυτήν  την  ιστορία  με  τις  Mohawk μάσκες. Το έγραψαν όλες οι εφημερίδες και αναφερόταν σ’ όλες το όνομά σου. Τι συνέβη ακριβώς; [υπ: Για την πληροφόρηση του αναγνώστη περιληπτικά αναφέρω τα συμβάντα. Η  Καναδική κυβέρνηση αποφάσισε σ’ ένα καινούργιο μουσείο που άνοιξε στον Δυτικό Καναδά, στην πόλη του Calgary, να εκθέσει μαζί με άλλα εκθέματα και μια σειρά από Mohawk προσωπεία – μάσκες, τα οποία δανείστηκε «ανορθόδοξα» από κάποιο «μακρύ σπίτι» σαν αντικείμενα λαϊκής τέχνης… Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Mohawks και ανέθεσαν στον Βλαδίμηρο να κάνει επί τόπου έρευνα, να επισκεφτεί με κυβερνητική δαπάνη την έκθεση και να δώσει την γνώμη του στον λαό του και στην κυβέρνηση…].

Ο Βλαδίμηρος κάθισε σταυροπόδι και αφού πήρε κάποιο χρόνο να σκέφτεται, απάντησε:

«Για μας οι μάσκες αυτές είναι ιερές. Τις φυλάμε πάντα στο σκοτάδι και τις προφυλάσσουμε με μεταξωτά υφάσματα. Είναι το… άγιος μας πρόσωπο που ψάχνουμε. Το βρίσκουμε στη σιωπή, στα σκοτεινά, όπου  βρίσκουμε και το φως της ψυχής μας. Η ψυχής μας δεν εκτίθεται ούτε σε εκθέσεις ούτε σε φωτά τεχνητά… Αυτοί που έφτιαξαν την έκθεση έχασαν την έννοια του ιερού, γι’ αυτό αγωνίζονται ‘’με το γάντι’’ να την εξαφανίσουν και απ΄ την ψυχήν μας… Εμείς αγαπάμε την γη, γιατί ξέρει να σιωπά και να δίνει καρπό. Μάθαμε ταπεινά να την αγαπάμε, να την τιμάμε. Είναι σαν την Παναγιά την Ορθόδοξη… μια και σας αρέσουν οι παραλληλισμοί… Είπα πολλά όμως. Για να σηκωθείτε τώρα να σας δείξω το χωριό μου…»

Μπαίνοντας στ’ αυτοκινητάκι κάθησα στη θέση του οδηγού. Ο Βλαδίμηρος συνοδηγός άρχισε την ξενάγηση:

«Εδώ βλέπετε στο κέντρο του χωριού την εκκλησιά την καθολική . Είναι αφιερωμένη στην αγία Kateri Tekakwitha, μια Mohawk Αυτόχθονη Αμερικάνα, που ο Πάπας ανακήρυξε αγία.  Έχουμε στην εκκλησία αυτή τα οστά της, που κάνουν θαύματα. Εδώ είναι προσκύνημα λαϊκό. Η ζωή της είναι όμορφη σαν παραμύθι… Για μένα ήταν σαλή δια Χριστόν… Ήταν σαλή με χάρη… Έκαμνε τούμπες στο χιόνι για τον εξαγνισμό  της καρδιάς της… Οι χωριανοί μου – όσοι γίνουν καθολικοί – δεν πολυαγαπάνε την καθολική προπαγάνδα, αλλά ευλαβούνται την δικιά τους αγία, που η πίεσή τους στο Βατικανό επέφερε την αναγνώρισή της… Δίπλα στην εκκλησιά έχουμε ένα μικρό μουσείο. Εκεί μπορεί να βρει κανείς τον χάρτη της ομοσπονδίας που περιγράφει αναλυτικά όλες τις Αυτόχθονες Αμερικάνικες φυλές, τα σύμβολα, τους αριθμούς, τους τόπους απ’ όπου ιστορικά προήλθαν, την ιστορική τους πορεία, τις γλώσσες τους… Γίνανε όλα αυτά κομμάτι του… μουσείου… – Προχώρα τώρα προς τα δω, δεξιά… Ετούτο είναι το Πολιτιστικό μας κέντρο. Από πάνω ο ραδιοφωνικός σταθμός όπου με συναντήσατε… Εκεί κάνω τις εκπομπές… Τώρα στο Τριώδιο και μετά στη Σαρακοστή βάζω πολλή δυτική πνευματική μουσική και λίγο-λίγο ορθόδοξες σπόντες, για να μην προκαλέσω. Αυτόχθονη Αμερικάνικη πνευματική μουσική δεν επιτρέπεται στο σταθμό, είναι μόνο για το «μακρύ σπίτι». Το πολιτιστικό κέντρο επιδοτείται από το κράτος των λευκών. Οι δυνάμεις οι απ’ έξω, «οι πολιτισμένες», θέλουν στα χαρτιά να μας βοηθήσουν, στην πραγματικότητα όμως θέλουν να μας πνίξουν, να μας ξεφτελίσουν, να μας εξουθενώσουν, όχι τόσο εμάς, όσο την ψυχή μας και αυτό που κουβαλάμε. Να μας κάνουν μάσκες για μουσεία, κλόουν στις γιορτές, έρευνα αρχαιολογίας… Δεν μυρίζονται, μα ούτε υποπτεύονται τι… καπνό φουμάρουμε.»

Ξέσπασε στα γέλια. Κόντεψε να μου φύγει το τιμόνι… Συνέχισα με τις υποδείξεις του για αριστερά, δεξιά, ίσια, στρίψε κ.λ.π. Ώσπου σε μια στροφή φάνηκε μπροστά μας ένα μοντέρνο μα πολύ ιδιόρρυθμο κτίσμα…

«Αυτό είναι το σχολείο μας. Δημοτικό και Γυμνάσιο. Το πρόγραμμά του είναι καλό, μ’ αρέσει. Είναι πραγματικά Αυτόχθονο Αμερικάνικο. Εκτός από τα κλασικά της ‘’λευκής’’ παιδείας, έχουμε πολλά μαθήματα άγνωστα μάλλον στους λευκούς. Δεν τα λέμε έθιμα ή κουλτούρα, αλλά αυτόχθονους (Native) τρόπους, Native δρόμους (τα ακούσματα της γης), Native χορούς, Native τραγούδια και κραυγές (σαν αρχαίο δράμα), Native νόμο και άλλα. Η γης γύρω από το σχολείο είναι ιερή. Έχουμε και μια αίθουσα σκοτεινή, όχι για φωτογραφίες, μα… για το φτιάξιμο της… μέσα μας μάσκας.»

– Τώρα πήγαινε ίσια, ανατολικά. Προχώρα αρκετά μέχρις ότου βγεις στην ευθεία. Δύο – τρία χιλιόμετρα…

«Εδώ είναι το Νοσοκομείο μας. Καινούργιο κτίσμα και καινούργια ιδέα για μας. Νομίζω ωφέλιμη. Φτιάχτηκε μόλις το 1985. Μέχρι τότε είχαμε δικούς μας γιατρούς ή  καταφεύγαμε στα νοσοκομεία των λευκών. Όμως… είναι  δύσκολα. Το περισσότερο προσωπικό άμαθοι στα δικά μας, δύσκολα να περιποιηθούν τους γέρους μας. Πρέπει να μπουν στο πετσί μας… Πολλοί προσπαθούν. Φαίνονται άλλωστε αυτοί που αγαπάνε και διακρίνονται από τους κλασικούς επαγγελματίες…»

Ο Βλαδίμηρος Natawe ήταν αρχηγός της φυλής του, ο πνευματικός τους αρχηγός. Ήταν αυτός που διαβάζει τις κηδείες και τους γάμους τους, κάτι σαν ιερέας τους. Το βράδυ κάθονταν σταυροπόδι στο «μακρύ σπίτι» άκουε τα προβλήματα των δικών του, τις διαφορές τους, που τις επέλυε δίνοντας συμβουλές. Έπαιζε ένα ρόλο δικαστή, που ‘ναι μία  από τις πιο ισχυρές τους παραδόσεις. Ήταν ποιητής και μεταφραστής, μαζί και φιλόσοφος. Ήξερε τα προβλήματά τους καλύτερα από κάθε άλλον, ήξερε και τους αυστηρούς νόμους που διέπουν τις φυλές τους. Όποιος αρνηθεί τις πατροπαράδοτες αρχές τους και γίνει χριστιανός, του επιτρέπεται να μένει στο χωριό, αλλά δεν μπορεί να ‘χει κανένα αξίωμα. Φεύγει από το συμβούλιο των σοφών, των γερόντων, «χάνει την μοίρα του» όπως λένε οι ίδιοι, με τον δικό τους τρόπο αποκληρώνεται. Όλα αυτά δεν έχουν και πολλή σημασία ίσως για κάποιον απλό Αυτόχθονα Αμερικάνο, αλλά για τον αρχηγό…

Κανείς μέσα στο χωριό, μέχρι την κοίμησή του, δεν έμαθε πως ο αρχηγός τους ήταν Ορθόδοξος. Και ο Βλαδίμηρος – που γι’ αυτούς ήταν ο Frank – έζησε και δούλεψε μ’ αυτούς, γι’ αυτούς, με το μόνιμο φόβο μήπως το μάθουν. Έπρεπε πάντα να’ ναι μετρημένος, προσεκτικός, ευέλικτος, αλλιώς θα γκρεμιζόταν μέσα τους. Ήταν για χρόνια υπεύθυνος του ραδιοφωνικού σταθμού και δούλευε στο πολιτιστικό τους Κέντρο. Θεωρούνταν αυθεντία στα θέματα παραδόσεων και συγκινούνταν αφάνταστα όταν εύρισκε «τους παραλληλισμούς», όπως έλεγε, με την Ορθόδοξη παράδοση. Μοιράστηκε μαζί μας πολλές από τις εμπειρίες του, επειδή δεν μπορούσε να τις μοιραστεί με τον λαό του. Μεγάλος σταυρός…

Όταν τα σαββατοκύριακα τον έβλεπα να βγαίνει από το ιερό της μικρής Ορθόδοξης εκκλησίτσας του Sign of the Theotokos – που λειτουργούσε στα αγγλικά και τα γαλλικά – ντυμένος παπαδοπαίδι και κρατώντας την λαμπάδα μπροστά σε παπάδες και δεσποτάδες, αναλογιόμουν τι καρδιά κουβάλαγε αυτός ο γερόλυκος Mohawk, που επέμενε να λέγει: «Ο Θεός ξέρει». Και δος του και έκανε στρωτές μετάνοιες, για να του δίνει ο Θεός φώτιση να κατευθύνει τον λαό του μέσα από τις φουρτούνες και τις συμπληγάδες και να τον δυναμώνει να κρατήσει στους ώμους του μέχρι το τέλος το βαρύ φορτίο που του ‘δωσε.

Πέρασαν χρόνια. Κάθε φίλος που μας επισκεφτόταν στο Montreal έπρεπε να κάνει το απαραίτητο ταξίδι – επίσκεψη στο χωριό των Mohawks και να γνωρίσει τον Βλαδίμηρο. Πολλοί κατά καιρούς μου είπαν πως κατέγραψαν τις εμπειρίες τους.

Ένα πρωί παίρνω ένα τηλεφώνημα στο Montreal πως ο Βλαδίμηρος πέθανε έξω από το χωριό του. Το ερώτημα τέθηκε στο μυαλό μου ποιος θα τον θάψει, τι θα γίνει μ’ αυτόν; Είχε όμως αφήσει ρητή γραπτή εντολή να γίνουν όλες οι τελετές κατά το τυπικό των Mohawk στο «μακρύ σπίτι» και να τον διαβάσει κάποιος Ορθόδοξος παπάς. Βέβαια οι Mohawks δεν ήξεραν τι εννοεί με το «Ορθόδοξος παπάς», αλλά είχε αφήσει και κάποια τηλέφωνα.

Πράγματι τηλεφώνησαν και ένας Ορθόδοξος παπάς πήγε και του διάβασε την νεκρώσιμη ακολουθία πριν το πάνε στο «μακρύ σπίτι».

Δεν είχα δυστυχώς την ευκαιρία να παρακολουθήσω την τελετή που έγινε στο «μακρύ σπίτι», αλλά μου την μετέφερε κάποιος κοινός μας φίλος που παραβρέθηκε.

Δύο μέρες μετά την κηδεία, ο ίδιος ο φίλος μου, ο Μάικλ, μου έφερε τις ειδήσεις και ένα πακέτο. Μου ‘πε πως παρακολούθησε όλη την τελετή. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Όταν πάνε στο «μακρύ σπίτι», οι Mohawks βάζουν τις φορεσιές τους ανάλογα με την θέση που έχουν στο χωριό. Η ιεροτελεστία, που γίνεται βέβαια στις γλώσσες τους, είχε μια περίεργη δομή, σαν παλιό βυζαντινό τυπικό. Στο τέλος διαβάστηκε η διαθήκη του αρχηγού της φυλής μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. Στην διαθήκη του ανέφερε που δίνει κάθε πράγμα. Ο Βλαδίμηρος ήταν 75 ετών του πολύ∙ είχε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας άφησε και κάτι. Κάποτε ο Mohawk που διάβαζε τη διαθήκη δυσκολεύτηκε να διαβάσει ένα όνομα – μη Mohawk – και αφού στραβομουτσούνιασε, φόρεσε τα γυαλιά του και πρόφερε σχεδόν στραβά το όνομα «Γιάννης Χατζηνικολάου». Ο φίλος μου ο Μάικλ σήκωσε το χέρι του και του έδωσαν το πακέτο που μου έφερε.

Όταν το άνοιξα, είδα τι ήταν: ένα μικρό βιβλίο, Η Θεία Λειτουργία, στα ελληνικά και τα αγγλικά, που του ‘χα χαρίσει πριν πολλά χρόνια. Στην πρώτη σελίδα έλεγε: «To Yianni», δηλαδή «στον Γιάννη», και από  κάτω στα ελληνικά: «Καλή αντάμωση – Vladimir Natawe». Θεώρησα πως ήταν πολύ καλή χειρονομία εκ μέρους του, μάλιστα το είχε προγράψει πριν φύγει, ίσως προέβλεπε ότι θα πεθάνει. Είχε γράψει στα ελληνικά «καλή αντάμωση». Βέβαια η έκπληξη δεν έμεινε εκεί, αλλά συνεχίστηκε. Όταν φυλλομέτρησα το βιβλίο, έμεινα πράγματι με το στόμα ανοιχτό. Είχε μεταφράσει πάνω από το αγγλικό κείμενο την λειτουργία στην γλώσσα των Mohawk.

Βέβαια εγώ δεν διαβάζω Mohawk, αλλά την κρατάω σαν κειμήλιο, αυτήν την λειτουργία του Βλαδίμηρου στα Mohawk, που είναι ακριβώς η μετάφραση της λειτουργίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αν μ’ αξιώσει ο Θεός ίσως κάποτε να την εκδώσω.

Είναι κάτι τέτοιες σύγχρονες ιστορίες που μοιάζουν σαν παραμύθι, επειδή ψεύτικη είναι κι η ζωή μας. Κι όμως είναι γεμάτες φως ανέσπερο, σύγχρονες μαρτυρίες μιας ευλογημένης «σαλότητας» που ζυμώνει το φύραμα όλο από το ερημοκκλήσι του αιγαιοπελαγίτικου βράχου μέχρι τους Αυτόχθονες καταυλισμούς του Καναδά. Καλή αντάμωση, Βλαδίμηρε… Καραμάζωφ…

Από: Δρ. Ιωάννη Χατζηνικολάου, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο McGill του Montreal, Καναδάς, “Το πέρασμα ενός Αυτόχθονου Αμερικανού Mohawk”, στο: περιοδικό Σύναξις


<>







Αφρική, 1994: Θαυμαστή μεταστροφή από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία

«Ἕνα πρωϊνό τοῦ μηνός Μαΐου 1994 ἦλθε στήν Ἱεραποστολή μας ἕνας μεσόκοπος ἰθαγενής. Τόν δέχθηκα στό γραφεῖο καί ἐκεῖνος ἄρχισε νά μοῦ διηγῆται τό πρόβλημα πού τόν ἀπασχολοῦσε καί φαινόταν ἀρκετά ἀνήσυχος καί ταραγμένος.

—Πάτερ, ἐγώ ἐργάζομαι στήν ἑταιρεία “Τζεκαμίν” τῶν μεταλλευμάτων. Ἀρρώστησα βαρειά καί οἱ γιατροί δέν μποροῦσαν νά μέ βοηθήσουν. Ἔκανα προσευχή στόν Θεό νά μέ λυπηθῆ.

—Ποιά Ἐκκλησία ἀκολουθεῖς;

—Εἶμαι στήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, πάτερ.

Μιά νύκτα εἶδα στόν ὕπνο μου πολλούς κληρικούς σάν καί ἐσᾶς πού ἦταν ντυμένοι μέ λαμπρά ροῦχα καί λειτουργοῦσαν μέσα σέ μιά Ἐκκλησία, σάν τή δική σας. Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς μέ πλησίασε καί μοῦ εἶπε: “Ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή σου, ἀλλά γιά τή σωτηρία σου θά ᾽λθης στή δική μας Ἐκκλησία. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία”.

Ἐγώ, πάτερ, δέν ξέρω οὔτε κἄν ἐσᾶς, οὔτε ποιό εἶναι τό ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας σας, ἀλλά ἦλθα ἐδῶ, διότι εἶδα στόν ὕπνο μου παπάδες σάν ἐσᾶς μέ ράσα καί γένεια καί ροῦχα λαμπρά. Ρώτησα κι ἄλλους καί μοῦ εἶπαν ὅτι “μόνο οἱ ὀρθόδοξοι ἔχουν γένεια καί φοροῦν τέτοια ροῦχα. Ἡ Ἐκκλησία τους εἶναι στό τάδε μέρος. Ἐκεῖ θά πᾶς”.

Τόν συμβούλευσα, τοῦ ἔδωκα βιβλία καί τοῦ πρότεινα, ἄν θέλη νά ἔρχεται κάθε Κυριακή στήν Ἐκκλησία μας καί στίς κατηχήσεις. Ἔκτοτε ἔγινε πιστό μέλος τῆς ἐκκλησίας μας».

Από το Βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Ἀντιαιρετικά Ἐφόδια, ἐκδ. Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Σταμάτα Ἀττικῆς 2013

<>







Ο κεκοιμημένος Ιεραπόστολος παπα-Κοσμάς Γρηγοριάτης του Κονγκό (+1989) οδηγεί με θαυμαστό τρόπο μία Αφρικανή από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία

Διηγείται ο Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης ένα περιστατικό επιστροφής από τον Ρωμαιοκαθολικισμού στην Ορθοδοξία, μετά από θαυματουργική εμφάνιση του κεκοιμημένου Μαρτυρικού Ιεραποστόλου του Κονγκό παπα-Κοσμά Γρηγοριάτη (+1989):

«Τον Μάιο του 1999, κάποια Κυριακή, ήρθε στην εκκλησία μας μία άγνωστη κοπέλα. Μετά τη Θεία Λειτουργία η μοναχή Θέκλα μού είπε να μιλήσω μαζί της. Την ρώτησα τι θέλει και μού είπε:

—Ζητώ να με χρίσετε.

—Γιατί, δεν σέ έχουν χρίσει, όταν βαπτίστηκες;

—Πάτερ, εγώ ήμουν πνευματικό παιδί του παπα-Κοσμά. Ἐκείνος με βάπτισε, λίγα χρόνια πριν απ᾽ το θάνατό του. Παρασύρθηκα όμως από πλάνες που διαδίδονται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι τό ίδιο με την Ρωμαιοκαθολική και επέστρεψα στους Ρωμαιοκαθολικούς. Εδώ και ένα μήνα είδα τον παπα-Κοσμά στον ύπνο μου δύο φορές και με παράπονο με μάλωσε λέγοντας: “Γιατί εγκατέλειψες την Εκκλησία μας; Εγώ δεν σε δίδαξα, δεν σε κατήχησα; Γρήγορα να πας στην Ιεραποστολή και να ζητήσεις να χριστείς και ν᾽ αφήσεις για πάντα τις άλλες ‘Εκκλησίες'”.

Την συμβούλεψα να συναντηθεί με τον π. Μελέτιο, για να κρίνει εκείνος πότε θα τις δώσει το Ιερό Χρίσμα».

Από το βιβλίο: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης, Ἕνας Ἄγγελος στήν Λαβωμένη Γῆ, ἐκδ. Ἱεραποστολικός Σύνδεσμος “Ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός”, Θεσ/νίκη 2018



<>





Η Γλώσσα του Αγίου Πνεύματος και η μεταστροφή της Γάλλιδας Μοναχής Γερόντισσας Μαρίας-Μαγδαλινής (Marie Madeleine Le Beller) του Σινά (+2013) από τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία και το Μοναχισμό


Μια Γαλλίδα ιστορικός, άθεη και μηδενίστρια επισκέφθηκε τον Άγιο Γέροντα Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη (+1991) στο Ησυχαστήριο του στο Μήλεσι Αττικής. Δεν προσδοκούσε να μάθει τίποτα σπουδαίο μια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου από έναν Απόφοιτο Β΄ Δημοτικού, αλλά χάριν των φίλων της δέχτηκε να πάει.

Ο Γέροντας ζήτησε να συνομιλήσουν οι δυο τους χωρίς την παρουσία άλλων ή διερμηνέα, κάτι που προκάλεσε την απορία των φίλων της οι οποίοι ήξεραν ότι η Γαλλίδα δεν μιλούσε καθόλου Ελληνικά, αλλά ούτε και ο Γέροντας Γαλλικά. 

Η θεολογική και υπαρξιακή συζήτηση έγινε τελικά με τους δυο τους μόνο, για αρκετή ώρα. Άνοιξε η πόρτα και βγαίνει η Άθεη Γαλλίδα με λυγμούς και δάκρυα μετανοίας. Όταν την ρώτησαν οι φίλοι της πώς συνεννοήθηκε με τον Γέροντα απάντησε:

"Μα μιλάει άπταιστα Γαλλικά". 

Η άθεη αυτή Γαλλίδα ιστορικός είναι η μετέπειτα Μοναχή Μαρία-Μαγδαληνή (Marie Madeleine Le Beller) στην έρημο του Σινά, όπου ασκήτεψε μόνη της 18 χρόνια μέσα σε πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες, έχοντας απαρνηθεί πλούτη, καριέρα, δόξες και άχρηστες φιλοσοφίες ζωής. Εκοιμήθη εκεί εν Κυρίω στις 12 Δεκεμβρίου 2013.


Το ίδιο συνέβη και με Γερμανίδα Γιατρό, με Σέρβο, με Ρουμάνο, με Ιρλανδό.

Όταν πνευματικά του παιδιά τον ρώτησαν πώς γνωρίζει ξένες γλώσσες ενώ δεν τις διδάχτηκε ποτέ, απάντησε:

"Εγώ στα Ελληνικά τους μιλώ και το Άγιο Πνεύμα τα διερμηνεύει στο νου και στην καρδιά τους".

Αυτή είναι η Καινή (νέα) Γλώσσα του Αγίου Πνεύματος που υποσχέθηκε ο Χριστός στους Μαθητές Του, η γλώσσα του Παραδείσου η οποία συγχύστηκε λόγω της υπερηφανείας στον Πύργο της Βαβέλ και από την Ημέρα της Πεντηκοστής επανήλθε δια του Αγίου Πνεύματος μέσω της Εκκλησίας σε Αγίους όλων των εποχών.

Και με τον Όσιο Παϊσιο έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα και με Ρώσους Αγίους.

Το Άγιο Πνεύμα, το Ουράνιο Πυρ με το οποίο Άπαξ άναψε η Φωτιά του Θυσιαστηρίου την Ημέρα της Πεντηκοστής είναι πάντα μέσα στην Εκκλησία και καίει είκοσι αιώνες τώρα. Ποτέ δεν έσβησε από ανθρώπινες αδυναμίες και λάθη.

”Και εγώ ερωτήσω (παρακαλέσω) τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ΄ημών εις τον αιώνα”.

Κάθε άλλη ”νέα φωτιά πνεύματος” η οποία διαφημίζεται στις μέρες μας με χαρακτηριστική Έπαρση και Αλαζονεία ως αυθεντική, γνήσια και μοναδική πάνω στη γη από αιρετικούς είναι ξένη ”Αλλότριο Πυρ και όχι Θείο”.


* * *

Η οσίας μνήμης μητέρα μας Μαρίας – Μαγδαληνής (Marie Madeleine Le Beller), είναι μια σύγχρονη  ερημίτισσα μοναχή του Σινά, που ασκήτευσε στο σπήλαιο του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, σε μια ερημική τοποθεσία στην κοιλάδα του Θολά (Wadi Et-Tlah), 8 χιλιόμετρα μακριά από την μονή της αγίας Αικατερίνης. Ήταν γαλλίδα καθολική, έγινε Ορθόδοξη στα τέλη της δεκαετίας του ’80 αρχές του ’90, γνώρισε τον όσιο γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ , αυτόν που έγινε ο νέος Μωυσής για την επιστροφή της Δύσης στην Ορθοδοξία και τον αληθινό πατερικό μοναχισμό. Είναι η πλούσια γαλλίδα που επισκέφτηκε τον άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβιτη στο ησυχαστήριό του στο Μήλεσι του Ωρωπού και επικοινώνησαν χωρίς αυτή να γνωρίζει ελληνικά κι εκείνος γαλλικά.

Η Γερόντισσα Μαρία Μαγδαληνή (Marie Madeleine Le Beller) του Σινα πηγαίνει στους Αγίους Τόπους, όπου βαπτίζεται Ορθόδοξη στον Ιορδάνη ποταμό.
Στη συνέχεια προσευχήθηκε στον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, να της δείξει τον δρόμο της σωτηρίας της και τον τόπο για τη μοναχική της ζωή. Και αυτός οδήγησε τα βήματα της στην έρημο του Σινά. Την πρώτη φορά που πήγε εκεί συνάντησε ένα παιδί βεδουίνο που την προέτρεψε να αγοράσει ένα κομμάτι γη λέγοντας της: ‘’Αν θέλετε να ζήσετε εδώ, αγοράστε αυτή την γη!’’ Το δέχτηκε ως θέλημα Θεού, και με την ευλογία του πνευματικού της και του Έλληνα Γέροντα της Μονής, αγόρασε γη κοντά στο σπήλαιο του αγίου Ιωάννου.
Στην αρχή το νερό που έτρεχε από την εκεί πηγή ήταν πολύ λίγο, έτσι η γερόντισσα Μαρία- Μαγδαληνή άρχισε να διαβάζει κάθε μέρα τον Ακάθιστο ύμνο της Παναγίας στην εικόνα της ‘’Ζωοδόχου Πηγής’’. Μετά από 40 μέρες το νερό αυξήθηκε και τελικά έγινε μια πλούσια πηγή…
Κοντά στο ερημητήριό της, έφτιαξε έναν μικρό κήπο με λίγα οπωροφόρα δέντρα, ένα κλήμα και λαχανικά για τις ανάγκες της.
Εκεί έχτισε ακόμα ένα μικρό εκκλησάκι στον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος και λίγα κελλάκια. Στην μονή κατέβαινε κάθε Κυριακή αρχικά και αργότερα κάθε δεκαπέντε και τις μεγάλες εορτές για να μεταλαμβάνει. Ο Άγιος Γέρων Παΐσιος όταν επισκέφθηκε τελευταία φορά το Σινά την ευλόγησε να ζήσει στην έρημο όπως και η μάτουσκα Λιουμπούσκα η δια Χριστόν Σαλή του Σουσανίσκαγια της Αγίας Πετρουπόλεως (1912-1997).
Ταλαιπωρήθηκε πολύ από θλίψεις, πολλοί την θεωρούσαν σαλή και πλανεμένη και τελευταία από ασθένειες. Τον τελευταίο καιρό είχε βοηθό, μια μοναχή.

Να πως περιγράφει την συνάντηση τους ο π. Φίλιππος Parfenov απ’την Ρωσία σε ένα προσκύνημα του που έκανε στο Σινά, το 2010: «…χάρη στον οδηγό μας τον Πέτρο, συναντηθήκαμε με μια μοναχή ερημίτισσα, τη Μαρία-Μαγδαληνή, η οποία ζει κοντά στο σπήλαιο του Αγίου Ιωάννου. Η συνάντησή μας ήταν εκτός προγράμματος. Ο Πέτρος την γνώριζε καλά, γι’ αυτό πήγε στο κελλί της και της μίλησε κι εκείνη ήλθε και μας συνάντησε. Μίλησαν στα γαλλικά και του είπε την πορεία της ζωής της… Στο σπήλαιο του αγίου συναντήσαμε μια ομάδα προσκυνητών από την Φιλανδία όπου ανάμεσά τους ήταν μια μοναχή, (η γερόντισσα Χριστοδούλη από την μονή της Λίντουλα), όπου γνώριζε τέλεια ελληνικά αφού είχε ζήσει 26 χρόνια ως μοναχή στην Ελλάδα. Οι δυο γερόντισσες αρκετά γρήγορα βρήκαν κοινή γλώσσα και άρχισαν να συζητάνε με ζεστασιά και πολύ ενθουσιασμό. Βλέποντάς την, όλοι μας είχαμε την ίδια αίσθηση. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος! Είχε ένα καλωσυνάτο ακτινοβόλο, φωτεινό πρόσωπο, χωρίς καμμία προσποίηση και υποκρισία. Μια αληθινή μοναχή-ασκήτρια. Είχε βρει τον εαυτό της και τον δρόμο της ακολουθώντας τον Χριστό, κι έτσι έγινε μια γέφυρα που ένωσε την αρχαία ασκητική παράδοση με την σημερινή. Αυτό είναι αγιότητα!»


Αυτή η νέα Μητέρα και ασκήτρια της ερήμου με την στερεή πίστη και φλογερή αγάπη ζούσε με τον λόγο του Θεού και την προσευχή. Η αδιάλειπτη προσευχή και η ησυχία την κρατούσε δεμένη με τον ουρανό. Ο βίος της ήταν αγγελικός, ουράνιος. Αν και κατοικούσε σε μια πυριφλεγή κι άγονο έρημο ήταν χαρούμενη, μέσα σε έναν παράδεισο γεμάτο από την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Είχε κρυμμένο τον θησαυρό του Θεού σε σάρκινο σκεύος, ήταν πλήρης με την άρρητη παρουσία του αγίου Πνεύματος.
Έμενε στη έρημο με υπομονή προσμένοντας τον πραγματικό πατέρα της τον Χριστό σαν γνήσιο παιδί Του. Δεν φροντίζε ούτε για ρούχα, ούτε για τροφές, αλλά μόνη της προσδοκία ήταν η παρουσία του Χριστού. «… Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.» (Ματθ. στ΄ 33)
Όπως παλιά έτσι και τώρα σ’ όλους γίνεται ολοφάνερο, πως χάρη σ’ αυτές τις ψυχές υπάρχει ο κόσμος και χάρη στις προσευχές τους συνεχίζεται η ανθρώπινη ζωή. Κοιμήθηκε οσιακά στο ησυχαστήριο της πριν δυο χρόνια, τις 12 Δεκεμβρίου 2013. Εδώ παραθέτουμε με πολλή αγάπη και ευλάβεια ο,τι στοιχεία μπορέσαμε να συλλέξουμε. Ευχόμαστε να δώσει ο Άγιος Θεός να δημοσιευθεί ο πλήρης βίος της.
Ήταν ένα πανευώδη άνθος που άνθισε στην αγιοτόκο Σιναϊτική έρημο και αρωματίζει τις ζωές μας με την απαλή αύρα των προσευχών της, της ταπείνωσης, της απλότητας, της σιωπής και ειρήνης που εκπέμπει ο άγιος βίος της.
Είθε οι άγιες ευχές της να μας στηρίζουν και σκεπάζουν όλες τις μέρες της ζωής μας και να μας δροσίζουν απαλά με τις χαριτωμένες αύρες της ησυχίας και της ειρήνης του Ουρανού. Αιωνία της η ιερή μνήμη!!!



* * *

12 Δεκεμβρίου 2013 - Η οσιακή κοίμηση της Γερόντισσας Μαρίας-Μαγδαλινής (Marie Madeleine Le Beller) του Σινά (+2013) 

Τήν ἐπόμενη τῆς κοίμησεώς της, ἡ κυρίαρχος μονή τῆς Ἁγ. Αἰκατερίνης, μετά τή Θ. Λειτουργία πού ἔκαναν στό ἐκκλησάκι τῆς σκήτεώς της, τήν μετέφερε μέ φορείο στό τοπικό νοσοκομείο τῆς περιοχής ὅπου διεγνώσθη ο θάνατός της καί τοποθετήθηκε σέ ψύξι μέχρι τήν ἔκδοσι ἄδειας ταφῆς ἀπ᾽ τό Γαλλικό Προξενείο. Τότε συνέβη ἔνα παράδοξο γεγονός πού σχολιάστηκε μέ θαυμασμό ἀπό ὅσους παραβρέθηκαν ἐκεῖ. Ἀπ᾽ τήν προηγούμενη τό βράδυ εἶχε ξεσπάσει χιονοθύελλα καί κάλυψε στά λευκά ὅλη τήν γύρω περιοχή. Τό μοναστήρι ἔστειλε 14 ἐργάτες (Χριστιανούς Κόπτες) γιά νά μεταφέρουν ἑναλλάξ τό σκήνωμά της λόγῳ τῆς μαινόμενης χιονοθύελλας καί τοῦ δύσβατου τόπου. Κι ἐνῶ ἔκαναν περίπου δύο ὧρες γιά νά διανύσουν τήν ἀπόστασι ἀπ᾽ τόν αὐτοκινητόδρομο ὥς τό ἀσκητήριό της (πορεία μίας ὥρας τό πολύ, ὑπό κανονικές συνθήκες), ὅταν σήκωσαν τό τίμιο λείψανό της, διήνυσαν τήν ἴδια ἀπόστασι σέ σαράντα πέντε λεπτά χωρίς νά τούς ἀγγίξει οὔτε μιά νιφάδα χιονιοῦ, ἐνῶ τά πάντα ἦταν ὁλόλευκα καί φωτεινά γύρω τους. Ὅταν ἔφθασαν πάνω στόν αὐτοκινητόδρομο καί τήν ἀπόθεσαν στό αὐτοκίνητο πού περίμενε ἐκεῖ, σέ λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκαν πάλι μέσα στήν χιονοθύελλα καί τούς κάλυψε τό χιόνι.


Facebook: Multilingual Orthodox Christianity


<>












Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com